Επιλεγμένα εδάφια της Αγίας Γραφής
Σε αυτή τη σελίδα συγκεντρώνω μερικά χρήσιμα εδάφια της Αγίας Γραφής για δημιουργία παραπομπών.
Πως να δημιουργήσετε μια παραπομπή: βρείτε το εδάφιο που σας ενδιαφέρει και αντιγράψτε τον σύνδεσμο από τον αριθμό του στίχου. Επικολλήστε αυτό τον σύνδεσμο κάπου αλλού, και τότε θα έχετε μια αναφορά όχι μόνο στην παρούσα σελίδα, αλλά και στον συγκεκριμένο στοίχο.
Το αρχαίο κείμενο είναι αυτό των Εβδομήκοντα. Η απόδοσή του σε κάποια γλώσσα όχι τόσο αρχαία όσο η γλώσσα των εβδομήκοντα έχει γίνει από τον Σπύρο Φίλο, Εκδόσεις Πέργαμος. Τη βρίσκω ψιλοχάλια, αλλά τη χρησιμοποιώ γιατί χαίρει της έγκρισης της χριστιανικής κοινότητας, ενώ αν έδινα τη δική μου μετάφραση θα μπορούσε κανείς να με κατηγορήσει για σκόπιμες αλλοιώσεις.
Γένεσις
Ο θεός δημιουργεί την Εύα.
Γεν. 2:21 καὶ ἐπέβαλεν ὁ Θεὸς ἔκστασιν ἐπὶ τὸν Ἀδάμ, καὶ ὕπνωσε· καὶ ἔλαβε μίαν τῶν πλευρῶν αὐτοῦ καὶ ἀνεπλήρωσε σάρκα ἀντ᾿ αὐτῆς. (Και ο Κύριος ο Θεός επέβαλε έκσταση στον Αδάμ, και κοιμήθηκε· και πήρε μία από τις πλευρές του και έκλεισε με σάρκα τον τόπο της.)
Γεν. 2:22 καὶ ᾠκοδόμησεν ὁ Θεὸς τὴν πλευράν, ἣν ἔλαβεν ἀπὸ τοῦ Ἀδάμ, εἰς γυναῖκα καὶ ἤγαγεν αὐτὴν πρὸς τὸν Ἀδάμ. (Και κατασκεύασε ο Κύριος ο Θεός την πλευρά, που πήρε από τον Αδάμ, σε γυναίκα, και την έφερε στον Αδάμ.)
Γεν. 2:23 καὶ εἶπεν Ἀδάμ· τοῦτο νῦν ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων μου καὶ σὰρξ ἐκ τῆς σαρκός μου· αὕτη κληθήσεται γυνή, ὅτι ἐκ τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς ἐλήφθη αὕτη· (Και ο Αδάμ είπε: Τούτο είναι τώρα κόκαλο από τα κόκαλά μου, και σάρκα από τη σάρκα μου· αυτή θα ονομαστεί Ανδρίδα, επειδή πάρθηκε από τον άνδρα.)
Γεν. 2:24 ἕνεκεν τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα καὶ προσκολληθήσεται πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν. (Γι’ αυτό, ο άνθρωπος θα αφήσει τον πατέρα του και τη μητέρα του, και θα προσκολληθεί στη γυναίκα του· και θα είναι οι δύο σε μία σάρκα.)
Ο Κάϊν βρίσκει γυναίκα.
Γεν. 4:16 ἐξῆλθε δὲ Κάϊν ἀπὸ προσώπου τοῦ Θεοῦ καὶ ᾤκησεν ἐν γῇ Ναὶδ κατέναντι Ἐδέμ. (Και ο Κάιν βγήκε έξω από το πρόσωπο του Κυρίου, και κατοίκησε στη γη Νωδ, προς τα ανατολικά της Εδέμ.)
Γεν. 4:17 Καὶ ἔγνω Κάϊν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκε τὸν Ἐνώχ. καὶ ἦν οἰκοδομῶν πόλιν καὶ ἐπωνόμασε τὴν πόλιν ἐπὶ τῷ ὀνόματι τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, Ἐνώχ. (Και ο Κάιν γνώρισε τη γυναίκα του, κι εκείνη συνέλαβε, και γέννησε τον Ενώχ· έκτιζε μάλιστα μια πόλη, και αποκάλεσε το όνομα της πόλης σύμφωνα με το όνομα του γιου του, Ενώχ.)
Ο θεός στέλνει τον κατακλυσμό.
Γεν. 7:17 Καὶ ἐγένετο ὁ κατακλυσμὸς τεσσαράκοντα ἡμέρας καὶ τεσσαράκοντα νύκτας ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ ἐπεπληθύνθη τὸ ὕδωρ καὶ ἐπῆρε τὴν κιβωτόν, καὶ ὑψώθη ἀπὸ τῆς γῆς. (Και ο κατακλυσμός έγινε για 40 ημέρες επάνω στη γη· και τα νερά πλήθυναν, και σήκωσαν την κιβωτό, και σηκώθηκε ψηλά από τη γη.)
Γεν. 7:18 καὶ ἐπεκράτει τὸ ὕδωρ καὶ ἐπληθύνετο σφόδρα ἐπὶ τῆς γῆς, καί ἐπεφέρετο ἡ κιβωτὸς ἐπάνω τοῦ ὕδατος. (Και δυνάμωναν τα νερά, και πληθύνονταν υπερβολικά επάνω στη γη· και η κιβωτός φερόταν επάνω στην επιφάνεια των νερών.)
Γεν. 7:19 τὸ δὲ ὕδωρ ἐπεκράτει σφόδρα σφόδρα ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐκάλυψε πάντα τὰ ὄρη τὰ ὑψηλά, ἃ ἦν ὑποκάτω τοῦ οὐρανοῦ· (Και τα νερά υπερδυνάμωναν σε υπερβολικό βαθμό επάνω στη γη· και σκεπάστηκαν όλα τα ψηλά βουνά, που είναι κάτω από ολόκληρο τον ουρανό.)
Γεν. 7:20 πεντεκαίδεκα πήχεις ὑπεράνω ὑψώθη τὸ ὕδωρ καὶ ἐπεκάλυψε πάντα τὰ ὄρη τὰ ὑψηλά. (15 πήχες πιο ψηλά υψώθηκαν τα νερά, και σκεπάστηκαν τα βουνά.)
Γεν. 7:21 καὶ ἀπέθανε πᾶσα σὰρξ κινουμένη ἐπὶ τῆς γῆς τῶν πετεινῶν καὶ τῶν κτηνῶν καὶ ἀπὸ θηρίων καὶ πᾶν ἑρπετὸν κινούμενον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶς ἄνθρωπος. (Και πέθανε κάθε κινούμενη σάρκα επάνω στη γη, από τα πουλιά, και από τα κτήνη, και από τα ζώα, και από όλα τα ερπετά που σέρνονται επάνω στη γη, και κάθε άνθρωπος.)
Γεν. 7:22 καὶ πάντα, ὅσα ἔχει πνοὴν ζωῆς, καὶ πᾶν, ὃ ἦν ἐπὶ τῆς ξηρᾶς, ἀπέθανε. (Από όλα τα όντα επάνω στην ξηρά, όλα όσα είχαν πνοή ζωής στους μυκτήρες τους, πέθαναν.)
Γεν. 7:23 καὶ ἐξήλειψε πᾶν τὸ ἀνάστημα, ὃ ἦν ἐπί προσώπου τῆς γῆς, ἀπὸ ἀνθρώπου ἕως κτήνους καὶ ἑρπετῶν καὶ τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ, καὶ ἐξηλείφθησαν ἀπὸ τῆς γῆς· καὶ κατελείφθη μόνος Νῶε καὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ ἐν τῇ κιβωτῷ. (Και εξαλείφθηκε κάθε τι που υπήρχε επάνω στο πρόσωπο της γης, από άνθρωπο μέχρι κτήνος, μέχρι ερπετό, και μέχρι πουλί τού ουρανού, και εξαλείφθηκαν από τη γη· έμενε δε μόνον ο Νώε, και όσα ήσαν μαζί του μέσα στην κιβωτό.)
Ο θεός καταστρέφει Σόδομα και Γόμορρα.
Γεν. 19:24 καὶ Κύριος ἔβρεξεν ἐπὶ Σόδομα καὶ Γόμοῤῥα θεῖον, καὶ πῦρ παρὰ Κυρίου ἐξ οὐρανοῦ (Και έβρεξε ο Κύριος επάνω στα Σόδομα και τα Γόμορρα θειάφι και φωτιά από τον Κύριο του ουρανού·)
Γεν. 19:25 καὶ κατέστρεψε τὰς πόλεις ταύτας καὶ πᾶσαν τὴν περίχωρον καὶ πάντας τοὺς κατοικοῦντας ἐν ταῖς πόλεσι καὶ τὰ ἀνατέλλοντα ἐκ τῆς γῆς. (και κατέστρεψε αυτές τις πόλεις, και όλα τα περίχωρα, και όλους τους κατοίκους των πόλεων, και τα φυτά τής γης.)
Ο θεός μετατρέπει τη γυναίκα του Λωτ σε στήλη άλατος.
Γεν. 19:26 καὶ ἐπέβλεψεν ἡ γυνὴ αὐτοῦ εἰς τὰ ὀπίσω καὶ ἐγένετο στήλη ἁλός. (Αλλ’ η γυναίκα του, πίσω απ’ αυτόν, καθώς κοίταξε ολόγυρα, έγινε στήλη από αλάτι.)
Ο Ιακώβ δουλεύει 14 χρόνια για μια γυναίκα.
Γεν. 29:15 Εἶπε δὲ Λάβαν τῷ Ἰακώβ· ὅτι γὰρ ἀδελφός μου εἶ, οὐ δουλεύσεις μοι δωρεάν· ἀπάγγειλόν μοι, τίς ὁ μισθός σου ἐστί; (Και ο Λάβαν είπε στον Ιακώβ: Επειδή, είσαι αδελφός μου, γι’ αυτό θα δουλεύεις σε μένα δωρεάν; Πες μου, ποιος θα είναι ο μισθός σου;)
Γεν. 29:16 τῷ δὲ Λάβαν ἦσαν δύο θυγατέρες, ὄνομα τῇ μείζονι Λεία, καὶ ὄνομα τῇ νεωτέρᾳ Ῥαχήλ. (Και ο Λάβαν είχε δύο θυγατέρες· το όνομα της μεγαλύτερης ήταν Λεία, και το όνομα της μικρότερης Ραχήλ.)
Γεν. 29:17 οἱ δὲ ὀφθαλμοὶ Λείας ἀσθενεῖς, Ῥαχὴλ δὲ ἦν καλὴ τῷ εἴδει καὶ ὡραία τῇ ὄψει σφόδρα. (Της Λείας, όμως, τα μάτια ήσαν ασθενικά· και η Ραχήλ ήταν ωραία σε παράστημα και όμορφη στην όψη.)
Γεν. 29:18 ἠγάπησε δὲ Ἰακὼβ τὴν Ῥαχὴλ καὶ εἶπε· δουλεύσω σοι ἑπτὰ ἔτη περὶ Ῥαχὴλ τῆς θυγατρός σου τῆς νεωτέρας. (Και ο Ιακώβ αγάπησε τη Ραχήλ· και είπε: Θα δουλεύω σε σένα επτά χρόνια για τη Ραχήλ, τη μικρότερη θυγατέρα σου.)
Γεν. 29:19 εἶπε δὲ αὐτῷ Λάβαν· βέλτιον δοῦναί με αὐτήν σοι, ἢ δοῦναί με αὐτὴν ἀνδρὶ ἑτέρῳ· οἴκησον μετ᾿ ἐμοῦ. (Και ο Λάβαν είπε: Καλύτερα να τη δώσω σε σένα, παρά να τη δώσω σε άλλον άνδρα· κατοίκησε μαζί μου.)
Γεν. 29:20 καὶ ἐδούλευσεν Ἰακὼβ περὶ Ῥαχὴλ ἑπτὰ ἔτη, καὶ ἦσαν ἐναντίον αὐτοῦ ὡς ἡμέραι ὀλίγαι, παρὰ τὸ ἀγαπᾷν αὐτὸν αὐτήν. (Και ο Ιακώβ δούλεψε για τη Ραχήλ επτά χρόνια· και του φαίνονταν σαν λίγες ημέρες, εξαιτίας της αγάπης του γι’ αυτήν.)
Γεν. 29:21 εἶπε δὲ Ἰακὼβ τῷ Λάβαν· δός μοι τὴν γυναῖκά μου, πεπλήρωνται γὰρ αἱ ἡμέραι, ὅπως εἰσέλθω πρὸς αὐτήν. (Και ο Ιακώβ είπε στον Λάβαν: Δώσε μου τη γυναίκα μου, επειδή εκπληρώθηκαν οι ημέρες μου, για να μπω μέσα σ’ αυτή.)
Γεν. 29:22 συνήγαγε δὲ Λάβαν πάντας τοὺς ἄνδρας τοῦ τόπου καὶ ἐποίησε γάμον. (Και ο Λάβαν συγκέντρωσε όλους τους ανθρώπους τού τόπου, και έκανε συμπόσιο.)
Γεν. 29:23 καὶ ἐγένετο ἑσπέρα, καὶ λαβὼν Λείαν τὴν θυγατέρα αὐτοῦ εἰσήγαγε πρὸς Ἰακὼβ καὶ εἰσῆλθε πρὸς αὐτὴν Ἰακώβ. (Και το βράδυ, παίρνοντας τη Λεία τη θυγατέρα του, την έφερε σ’ αυτόν· και μπήκε μέσα σ’ αυτή.)
Γεν. 29:24 ἔδωκε δὲ Λάβαν Λείᾳ τῇ θυγατρὶ αὐτοῦ Ζελφὰν τὴν παιδίσκην αὐτοῦ αὐτῇ παιδίσκην. (Και ο Λάβαν έδωσε στη θυγατέρα του τη Λεία, για υπηρέτριά της, τη Ζελφά την υπηρέτριά του.)
Γεν. 29:25 ἐγένετο δὲ πρωΐ, καὶ ἰδοὺ ἦν Λεία. εἶπε δὲ Ἰακὼβ τῷ Λάβαν· τί τοῦτο ἐποίησάς μοι; οὐ περὶ Ῥαχὴλ ἐδούλευσα παρὰ σοί; καὶ ἱνατί παρελογίσω με; (Και το πρωί, να, αυτή ήταν η Λεία· και είπε στον Λάβαν: Τι είναι τούτο που έκανες σε μένα; Δεν δούλεψα σε σένα για τη Ραχήλ; Και γιατί με εξαπάτησες;)
Γεν. 29:26 ἀπεκρίθη δὲ Λάβαν· οὐκ ἔστιν οὕτως ἐν τῷ τόπῳ ἡμῶν, δοῦναι τὴν νεωτέραν πρὶν ἢ τὴν πρεσβυτέραν· (Και ο Λάβαν είπε: Δεν γίνεται έτσι στον τόπο μας, να δίνεται η μικρότερη πριν από τη μεγαλύτερη·)
Γεν. 29:27 συντέλεσον οὖν τὰ ἕβδομα ταύτης, καὶ δώσω σοι καὶ ταύτην ἀντὶ τῆς ἐργασίας, ἧς ἐργᾷ παρ᾿ ἐμοί, ἔτι ἑπτὰ ἔτη ἕτερα. (εκπλήρωσε την εβδομάδα της, και θα σου δώσω κι αυτή, αντί της εργασίας την οποία θα κάνεις σε μένα ακόμα επτά χρόνια.)
Γεν. 29:28 ἐποίησε δὲ Ἰακὼβ οὕτως καὶ ἀνεπλήρωσε τὰ ἕβδομα ταύτης, καὶ ἔδωκεν αὐτῷ Λάβαν Ῥαχὴλ τὴν θυγατέρα αὐτοῦ αὐτῷ γυναῖκα. (Και ο Ιακώβ έκανε έτσι και εξεπλήρωσε την εβδομάδα της· και του έδωσε τη Ραχήλ τη θυγατέρα του για γυναίκα.)
Γεν. 29:29 ἔδωκε δὲ Λάβαν τῇ θυγατρὶ αὐτοῦ Βαλλὰν τὴν παιδίσκην αὐτοῦ αὐτῇ παιδίσκην. (Και ο Λάβαν έδωσε στη θυγατέρα του τη Ραχήλ, για υπηρέτριά της, τη Βαλλάν, την υπηρέτριά του.)
Γεν. 29:30 καὶ εἰσῆλθε πρὸς Ῥαχήλ· ἠγάπησε δὲ Ῥαχὴλ μᾶλλον ἢ Λείαν· καὶ ἐδούλευσεν αὐτῷ ἑπτὰ ἔτη ἕτερα. (Και ο Ιακώβ μπήκε και στη Ραχήλ· και αγάπησε τη Ραχήλ περισσότερο από τη Λεία, και δούλεψε σ’ αυτόν άλλα επτά χρόνια ακόμα.)
Ο θεός θανατώνει τον Ηρ επειδή ήταν κακός.
Γεν. 38:7 ἐγένετο δὲ Ηρ πρωτότοκος Ιουδα πονηρὸς ἐναντίον κυρίου καὶ ἀπέκτεινεν αὐτὸν ὁ θεός (Και ο Ηρ, ο πρωτότοκος του Ιούδα, στάθηκε κακός μπροστά στον Κύριο· και ο Κύριος τον θανάτωσε.)
Ο θεός θανατώνει τον Αυνάν επειδή δεν έχυνε μέσα στη γυναίκα του αδελφού του.
Γεν. 38:9 γνοὺς δὲ Αὐνὰν ὅτι οὐκ αὐτῷ ἔσται τὸ σπέρμα, ἐγίνετο ὅταν εἰσήρχετο πρὸς τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ, ἐξέχεεν ἐπὶ τὴν γῆν τοῦ μὴ δοῦναι σπέρμα τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ. (Αλλ’ ο Αυνάν ήξερε ότι το σπέρμα δεν θα ήταν δικό του· γι’ αυτό, όταν έμπαινε μέσα στη γυναίκα τού αδελφού του, ξέχυνε στη γη, για να μη δώσει σπέρμα στον αδελφό του.)
Γεν. 38:10 πονηρὸν δὲ ἐφάνη ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, ὅτι ἐποίησε τοῦτο, καὶ ἐθανάτωσε καὶ τοῦτον. (Κι αυτό που έκανε φάνηκε κακό μπροστά στον Κύριο· γι’ αυτό, θανάτωσε κι αυτόν.)
Έξοδος
Ο Μωυσής εντυπωσιάζει τον Ιοθόρ (ή ίσως τον Ραγουήλ;)
Εξ. 2:16 τῷ δὲ ἱερεῖ Μαδιὰμ ἦσαν ἑπτὰ θυγατέρες ποιμαίνουσαι τὰ πρόβατα τοῦ πατρὸς αὐτῶν Ἰοθόρ· παραγενόμεναι δὲ ἤντλουν ἕως ἔπλησαν τὰς δεξαμενὰς ποτίσαι τὰ πρόβατα τοῦ πατρὸς αὐτῶν Ἰοθόρ. (Και ο ιερέας τής Μαδιάμ είχε επτά θυγατέρες· που, όταν ήρθαν, άντλησαν νερό, και γέμισαν τις ποτίστρες για να ποτίσουν τα πρόβατα του πατέρα τους.)
Εξ. 2:17 παραγενόμενοι δὲ οἱ ποιμένες ἐξέβαλλον αὐτάς· ἀναστὰς δὲ Μωυσῆς ἐῤῥύσατο αὐτὰς καὶ ἤντλησεν αὐταῖς καὶ ἐπότισε τὰ πρόβατα αὐτῶν· (Και όταν ήρθαν οι βοσκοί τις έδιωξαν· και αφού ο Μωυσής σηκώθηκε τις βοήθησε, και πότισε τα πρόβατά τους.)
Εξ. 2:18 παρεγένοντο δὲ πρὸς Ῥαγουὴλ τὸν πατέρα αὐτῶν. ὁ δὲ εἶπεν αὐταῖς· διατί ἐταχύνατε τοῦ παραγενέσθαι σήμερον; (Και όταν ήρθαν στον Ραγουήλ τον πατέρα τους, είπε σ’ αυτές: Γιατί ήρθατε σήμερα τόσο γρήγορα;)
Εξ. 2:19 αἱ δὲ εἶπαν· ἄνθρωπος Αἰγύπτιος ἐῤῥύσατο ἡμᾶς ἀπὸ τῶν ποιμένων καὶ ἤντλησεν ἡμῖν καὶ ἐπότισε τὰ πρόβατα ἡμῶν. (Κι εκείνες είπαν: Ένας άνθρωπος Αιγύπτιος μας λύτρωσε από τα χέρια των βοσκών, κι ακόμα, άντλησε για μας νερό, και πότισε τα πρόβατα.)
Εξ. 2:20 ὁ δὲ εἶπε ταῖς θυγατράσιν αὐτοῦ· καὶ ποῦ ἐστι; καὶ ἱνατί οὕτως καταλελοίπατε τὸν ἄνθρωπον; καλέσατε οὖν αὐτόν, ὅπως φάγῃ ἄρτον. (Κι εκείνος είπε στις θυγατέρες του: Και πού είναι; Γιατί αφήσατε τον άνθρωπο; Καλέστε τον για να φάει ψωμί.)
Εξ. 2:21 κατῳκίσθη δὲ Μωυσῆς παρὰ τῷ ἀνθρώπῳ, καὶ ἐξέδοτο Σεπφώραν τὴν θυγατέρα αὐτοῦ Μωυσῇ γυναῖκα. (Και ευχαριστήθηκε ο Μωυσής να κατοικεί μαζί με τον άνθρωπο· ο οποίος έδωσε στον Μωυσή για γυναίκα τη Σεπφώρα, τη θυγατέρα του.)
Ο θεός πλήττει την Αίγυπτο με χαλάζι.
Εξ. 9:25 ἐπάταξε δὲ ἡ χάλαζα ἐν πάσῃ γῇ Αἰγύπτου ἀπὸ ἀνθρώπου ἕως κτήνους, καὶ πᾶσαν βοτάνην τὴν ἐν τῷ πεδίῳ ἐπάταξεν ἡ χάλαζα, καὶ πάντα τὰ ξύλα τὰ ἐν τοῖς πεδίοις συνέτριψεν ἡ χάλαζα· (Και το χαλάζι χτύπησε σε ολόκληρη τη γη τής Αιγύπτου, κάθε τι που υπήρχε στα χωράφια, από άνθρωπο μέχρι κτήνος· και όλο το χορτάρι τού χωραφιού το χτύπησε το χαλάζι, και όλα τα δέντρα τού χωραφιού τα έσπασε.)
Ο θεός σκοτώνει όλα τα πρωτότοκα στην Αίγυπτο.
Εξ. 12:29 Ἐγενήθη δὲ μεσούσης τῆς νυκτὸς καὶ Κύριος ἐπάταξε πᾶν πρωτότοκον ἐν γῇ Αἰγύπτῳ, ἀπὸ πρωτοτόκου Φαραὼ τοῦ καθημένου ἐπὶ τοῦ θρόνου ἕως πρωτοτόκου τῆς αἰχμαλωτίδος τῆς ἐν τῷ λάκκῳ καὶ ἕως πρωτοτόκου παντὸς κτήνους. (Και γύρω στα μεσάνυχτα, ο Κύριος χτύπησε κάθε πρωτότοκο στη γη της Αιγύπτου· από το πρωτότοκο του Φαραώ, που κάθεται επάνω στον θρόνο του, μέχρι το πρωτότοκο του αιχμαλώτου, που είναι στη φυλακή· και όλα τα πρωτότοκα των κτηνών.)
Ο θεός πνίγει το στρατό των Αιγυπτίων.
Εξ. 14:28 καὶ ἐπαναστραφὲν τὸ ὕδωρ ἐκάλυψε τὰ ἅρματα καὶ τοὺς ἀναβάτας καὶ πᾶσαν τὴν δύναμιν Φαραώ, τοὺς εἰσπορευομένους ὀπίσω αὐτῶν, εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ οὐ κατελήφθη ἐξ αὐτῶν οὐδὲ εἷς. (επειδή, τα νερά, καθώς ξαναγύρισαν, σκέπασαν τις άμαξες, και τους καβαλάρηδες, ολόκληρο το στράτευμα του Φαραώ, που είχε μπει μέσα καταπίσω τους στη θάλασσα· δεν έμεινε απ’ αυτούς ούτε ένας.)
H γενοκτονία των Αμαλαχιτών.
Εξ. 17:13 καὶ ἐτρέψατο Ἰησοῦς τὸν Ἀμαλὴκ καὶ πάντα τὸν λαὸν αὐτοῦ ἐν φόνῳ μαχαίρας. (Και ο Ιησούς κατέστρεψε τον Αμαλήκ, και τον λαό του, με μάχαιρα.)
Λευϊτικόν
O θεός θανατώνει τους γιούς του Ααρών επειδή έκαναν λάθος στο θυμιάτισμα.
Λευ. 10:1 Καὶ λαβόντες οἱ δύο υἱοὶ Ἀαρὼν Ναδὰβ καὶ Ἀβιοὺδ ἕκαστος τὸ πυρεῖον αὐτοῦ ἐπέθηκαν ἐπ᾿ αὐτὸ πῦρ καὶ ἐπέβαλον ἐπ᾿ αὐτὸ θυμίαμα καὶ προσήνεγκαν ἔναντι Κυρίου πῦρ ἀλλότριον, ὃ οὐ προσέταξε Κύριος αὐτοῖς. (ΚΑΙ παίρνοντας οι γιοι τού Ααρών, ο Ναδάβ και ο Αβιούδ, κάθε ένας το θυμιατήριό του, έβαλαν σ’ αυτό φωτιά, κι επάνω σ’ αυτή έβαλαν θυμίαμα, και πρόσφεραν μπροστά στον Κύριο ξένη φωτιά, που δεν τους είχε προστάξει.)
Λευ. 10:2 καὶ ἐξῆλθε πῦρ παρὰ Κυρίου καὶ κατέφαγεν αὐτούς, καὶ ἀπέθανον ἔναντι Κυρίου. (Και βγήκε φωτιά από τον Κύριο, και τους κατέφαγε· και πέθαναν μπροστά στον Κύριο.)
Ο θεός θανατώνει τον βλάσφημο.
Λευ. 24:10 Καὶ ἐξῆλθεν υἱὸς γυναικὸς Ἰσραηλίτιδος, καὶ οὗτος ἦν υἱὸς Αἰγυπτίου ἐν τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ, καὶ ἐμαχέσαντο ἐν τῇ παρεμβολῇ ὁ ἐκ τῆς Ἰσραηλίτιδος καὶ ὁ ἄνθρωπος ὁ Ἰσραηλίτης· (ΚΑΙ βγήκε ο γιος κάποιας γυναίκας Ισραηλίτισσας, που ήταν γιος ενός άνδρα Αιγυπτίου, ανάμεσα στους γιους Ισραήλ· και μάχονταν στο στρατόπεδο, ο γιος τής Ισραηλίτισσας και κάποιος άνθρωπος Ισραηλίτης.)
Λευ. 24,11 καὶ ἐπονομάσας ὁ υἱὸς τῆς γυναικὸς τῆς Ἰσραηλίτιδος τὸ ὄνομα κατηράσατο. καὶ ἤγαγον αὐτὸν πρὸς Μωυσῆν· καὶ τὸ ὄνομα τῆς μητρὸς αὐτοῦ Σαλωμεὶθ θυγάτηρ Δαβρεὶ ἐκ τῆς φυλῆς Δάν. (Και ο γιος τής γυναίκας τής Ισραηλίτισσας βλασφήμησε το όνομα του Κυρίου, και καταράστηκε· και τον έφεραν στον Μωυσή· (και το όνομα της μητέρας του ήταν Σελωμείθ, θυγατέρα τού Διβρεί, από τη φυλή τού Δαν·))
Λευ. 24,12 καὶ ἀπέθεντο αὐτὸν εἰς φυλακὴν διακρῖναι αὐτὸν διὰ προστάγματος Κυρίου. (και τον έβαλαν σε φυλακή, μέχρις ότου φανερωθεί σ’ αυτούς το θέλημα του Κυρίου.)
Λευ. 24,13 καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων· (Και ο Κύριος μίλησε στον Μωυσή, λέγοντας:)
Λευ. 24,14 ἐξάγαγε τὸν καταρασάμενον ἔξω τῆς παρεμβολῆς, καὶ ἐπιθήσουσι πάντες οἱ ἀκούσαντες τὰς χεῖρας αὐτῶν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ καὶ λιθοβολήσουσιν αὐτὸν πᾶσα ἡ συναγωγή. (Φέρε έξω από το στρατόπεδο εκείνον που καταράστηκε· και όλοι εκείνοι που τον άκουσαν ας βάλουν τα χέρια τους επάνω στο κεφάλι του, και ας τον λιθοβολήσει ολόκληρη η συναγωγή.)
Λευ. 24,15 καὶ τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ λάλησον καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτούς· ἄνθρωπος ὃς ἐὰν καταράσηται Θεόν, ἁμαρτίαν λήψεται· (Και μίλησε στους γιους Ισραήλ, λέγοντας: Όποιος καταραστεί τον Θεό του, θα βαστάξει την ανομία του·)
Λευ. 24,16 ὀνομάζων δὲ τὸ ὄνομα Κυρίου, θανάτῳ θανατούσθω· λίθοις λιθοβολείτω αὐτὸν πᾶσα ἡ συναγωγὴ Ἰσραήλ· ἐάν τε προσήλυτος, ἐάν τε αὐτόχθων, ἐν τῷ ὀνομάσαι αὐτὸν τὸ ὄνομα Κυρίου, τελευτάτω. (και όποιος βλασφημήσει το όνομα του Κυρίου, θα θανατωθεί οπωσδήποτε· ολόκληρη η συναγωγή θα τον λιθοβολήσει με πέτρες· είτε ξένος είτε αυτόχθονας, όταν βλασφημήσει το όνομα του Κυρίου, θα θανατωθεί.)
Λευ. 24,17 καὶ ἄνθρωπος ὃς ἂν πατάξῃ ψυχὴν ἀνθρώπου καὶ ἀποθάνῃ, θανάτῳ θανατούσθω. (Και όποιος φονεύσει άνθρωπο, θα θανατωθεί οπωσδήποτε.)
Λευ. 24,18 καὶ ὃς ἂν πατάξῃ κτῆνος καὶ ἀποθάνῃ, ἀποτισάτω ψυχὴν ἀντὶ ψυχῆς. (Και όποιος φονεύσει κτήνος, θα ανταποδώσει ζώο αντί για ζώο.)
Λευ. 24,19 καὶ ἐάν τις δῷ μῶμον τῷ πλησίον, ὡς ἐποίησεν αὐτῷ, ὡσαύτως ἀντιποιηθήσεται αὐτῷ· (Και αν κάποιος προξενήσει βλάβη στον πλησίον του, όπως έπραξε, έτσι θα γίνει σ’ αυτόν·)
Λευ. 24,20 σύντριμμα ἀντὶ συντρίμματος, ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ, ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος, καθότι ἂν δῷ μῶμον τῷ ἀνθρώπῳ, οὕτω δοθήσεται αὐτῷ. (σύντριμμα αντί για σύντριμμα, μάτι αντί για μάτι, δόντι αντί για δόντι, όπως έκανε βλάβη στον άνθρωπο, έτσι θα γίνει σ’ αυτόν.)
Λευ. 24,21 ὃς ἂν πατάξῃ ἄνθρωπον καὶ ἀποθάνῃ, θανάτῳ θανατούσθω· (Και όποιος θανατώσει κτήνος, θα το ανταποδώσει· και όποιος φονεύσει άνθρωπο, θα θανατωθεί.)
Λευ. 24,22 δικαίωσις μία ἔσται τῷ προσηλύτῳ καὶ τῷ ἐγχωρίῳ, ὅτι ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν. (Ενιαία κρίση θα υπάρχει σε σας· όπως στον ξένο, έτσι θα γίνεται και στον αυτόχθονα· επειδή, εγώ είμαι ο Κύριος ο Θεός σας.)
Λευ. 24,23 καὶ ἐλάλησε Μωυσῆς τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ, καὶ ἐξήγαγον τὸν καταρασάμενον ἔξω τῆς παρεμβολῆς καὶ ἐλιθοβόλησαν αὐτὸν ἐν λίθοις· καὶ οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ ἐποίησαν καθάπερ συνέταξε Κύριος τῷ Μωυσῇ. (ΚΑΙ ο Μωυσής είπε στους γιους Ισραήλ, και έφεραν έξω από το στρατόπεδο εκείνον που καταράστηκε, και τον λιθοβόλησαν με πέτρες· και οι γιοι Ισραήλ έκαναν όπως ο Κύριος πρόσταξε στον Μωυσή.)
Αριθμοί
Ο θεός σκοτώνει τους γιούς του Ααρών επειδή έκαναν λάθος στο θυμιάτισμα.
Αρ. 3:4 καὶ ἐτελεύτησε Ναδὰβ καὶ Ἀβιοὺδ ἔναντι Κυρίου, προσφερόντων αὐτῶν πῦρ ἀλλότριον ἔναντι Κυρίου ἐν τῇ ἐρήμῳ Σινά, καὶ παιδία οὐκ ἦν αὐτοῖς· καὶ ἱεράτευσεν Ἐλεάζαρ καὶ Ἰθάμαρ μετὰ Ἀαρὼν τοῦ πατρὸς αὐτῶν. (Πέθανε, όμως, ο Ναδάβ και ο Αβιούδ μπροστά στον Κύριο, ενώ πρόσφερναν ξένη φωτιά μπροστά στον Κύριο, στην έρημο Σινά, και δεν είχαν παιδιά· και ιεράτευσε ο Ελεάζαρ και ο Ιθάμαρ, μπροστά στον Ααρών τον πατέρα τους.)
Ο θεός ρίχνει φωτιά και καίει τους γκρινιάρηδες.
Αρ. 11,1 Καὶ ἦν ὁ λαὸς γογγύζων πονηρὰ ἔναντι Κυρίου, καὶ ἤκουσε Κύριος καὶ ἐθυμώθη ὀργῇ, καὶ ἐξεκαύθη ἐν αὐτοῖς πῦρ παρὰ Κυρίου καὶ κατέφαγε μέρος τι τῆς παρεμβολῆς. (ΚΑΙ ο λαός γόγγυζε πονηρά στα αυτιά τού Κυρίου· και ο Κύριος άκουσε, και εξάφθηκε η οργή του· και ανάμεσά τους άναψε μια φωτιά τού Κυρίου, και κατέφαγε την άκρη τού στρατοπέδου.)
Ο θεός θερίζει τους πλεονέκτες.
Αρ. 11:33 τὰ κρέα ἔτι ἦν ἐν τοῖς ὀδοῦσιν αὐτῶν πρινὴ ἐκλείπειν, καὶ Κύριος ἐθυμώθη εἰς τὸν λαόν, καὶ ἐπάταξε Κύριος τὸν λαὸν πληγὴν μεγάλην σφόδρα. (Κι ενώ το κρέας ήταν ακόμα στα δόντια τους, πριν μασηθεί, εξάφθηκε η οργή τού Κυρίου εναντίον του λαού· και ο Κύριος πάταξε τον λαό με μια υπερβολικά μεγάλη πληγή.)
Αρ. 11:34 καὶ ἐκλήθη τὸ ὄνομα τοῦ τόπου ἐκείνου Μνήματα τῆς ἐπιθυμίας, ὅτι ἐκεῖ ἔθαψαν τὸν λαὸν τὸν ἐπιθυμητήν. (Και αποκάλεσε το όνομα εκείνου του τόπου Κιβρώθ-αττααβά, επειδή, εκεί θάφτηκε ο λαός, ο επιθυμητής.)
Ο θεός σκοτώνει τους διπλούς πράκτορες.
Αρ. 14:37 καὶ ἀπέθανον οἱ ἄνθρωποι οἱ κατείπαντες πονηρὰ κατὰ τῆς γῆς ἐν τῇ πληγῇ ἔναντι Κυρίου (και οι άνθρωποι εκείνοι που δυσφήμησαν τη γη, πέθαναν μέσα στην πληγή, μπροστά στον Κύριο.)
Ο θεός διατάζει να θανατωθεί ένας που μάζευε ξύλα την Κυριακή.
Αρ. 15:32 Καὶ ἦσαν οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ εὗρον ἄνδρα συλλέγοντα ξύλα τῇ ἡμέρᾳ τῶν σαββάτων. (ΚΑΙ όταν οι γιοι Ισραήλ ήσαν στην έρημο, βρήκαν έναν άνθρωπο να μαζεύει ξύλα την ημέρα τού σαββάτου.)
Αρ. 15:33 καὶ προσήγαγον αὐτὸν οἱ εὑρόντες συλλέγοντα ξύλα τῇ ἡμέρᾳ τῶν σαββάτων πρὸς Μωυσῆν καὶ Ἀαρὼν καὶ πρὸς πᾶσαν συναγωγὴν υἱῶν Ἰσραήλ. (Κι εκείνοι που τον βρήκαν να μαζεύει ξύλα, τον έφεραν στον Μωυσή, και στον Ααρών, και σε ολόκληρη τη συναγωγή·)
Αρ. 15:34 καὶ ἀπέθεντο αὐτὸν εἰς φυλακήν, οὐ γὰρ συνέκριναν τί ποιήσωσιν αὐτόν. (και τον έβαλαν υπό φύλαξη. Επειδή, δεν ήταν ακόμα φανερό τι έπρεπε να κάνουν σ’ αυτόν.)
Αρ. 15:35 καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων· θανάτῳ θανατούσθω ὁ ἄνθρωπος, λιθοβολήσατε αὐτὸν λίθοις πᾶσα ἡ συναγωγή. (Και ο Κύριος είπε στον Μωυσή: Ο άνθρωπος θα θανατωθεί οπωσδήποτε· ολόκληρη η συναγωγή θα τον λιθοβολήσει με πέτρες έξω από το στρατόπεδο.)
Αρ. 15:36 καὶ ἐξήγαγον αὐτὸν πᾶσα ἡ συναγωγὴ ἔξω τῆς παρεμβολῆς, καὶ ἐλιθοβόλησεν αὐτὸν πᾶσα ἡ συναγωγὴ λίθοις ἔξω τῆς παρεμβολῆς, καθὰ συνέταξε Κύριος τῷ Μωυσῇ. (Και ολόκληρη η συναγωγή τον έφεραν έξω από το στρατόπεδο, και τον λιθοβόλησαν με πέτρες, και πέθανε· όπως ο Κύριος πρόσταξε στον Μωυσή.)
Ο θεός αφανίζει τον Κορέ, τον Δαθάν και τον Αβειρών μαζί με τις οικογένειές τους.
Αρ. 16:31 ὡς δὲ ἐπαύσατο λαλῶν πάντας τοὺς λόγους τούτους, ἐῤῥάγη ἡ γῆ ὑποκάτω αὐτῶν, (Και καθώς έπαυσε να λέει όλα αυτά τα λόγια, σχίστηκε το έδαφος, που ήταν από κάτω τους.)
Αρ. 16:32 καὶ ἠνοίχθη ἡ γῆ καὶ κατέπιεν αὐτοὺς καὶ τοὺς οἴκους αὐτῶν καὶ πάντας τοὺς ἀνθρώπους τοὺς ὄντας μετὰ Κορὲ καὶ τὰ κτήνη αὐτῶν. (Και άνοιξε η γη το στόμα της, και κατάπιε αυτούς, και τις οικογένειές τους, και όλους τους ανθρώπους, που ήσαν μαζί με τον Κορέ, και ολόκληρη την περιουσία τους.)
Αρ. 16:33 καὶ κατέβησαν αὐτοὶ καὶ ὅσα ἐστὶν αὐτῶν ζῶντα εἰς ᾅδου, καὶ ἐκάλυψεν αὐτοὺς ἡ γῆ, καὶ ἀπώλοντο ἐκ μέσου τῆς συναγωγῆς. (Κι αυτοί κατέβηκαν ζωντανοί στον άδη, και όλα τα δικά τους, και η γη έκλεισε από πάνω τους· και αφανίστηκαν μέσα από τη συναγωγή.)
Ο θεός ρίχνει φωτιά και καίει όσους υποστήριζαν τους παραπάνω.
Αρ. 16:35 καὶ πῦρ ἐξῆλθε παρὰ Κυρίου καὶ κατέφαγε τοὺς πεντήκοντα καὶ διακοσίους ἄνδρας τοὺς προσφέροντας τὸ θυμίαμα. (Και βγήκε φωτιά από τον Κύριο, και κατέφαγε τους 250 άνδρες, αυτούς που πρόσφεραν το θυμίαμα.)
Ο θεός σκοτώνει με «θραύση» όσους παραπονέθηκαν για τον θάνατο όλων των παραπάνω.
Αρ. 17:6 (16:41) Καὶ ἐγόγγυσαν οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ τῇ ἐπαύριον ἐπὶ Μωυσῆν καὶ Ἀαρὼν λέγοντες· ὑμεῖς ἀπεκτάγκατε τὸν λαὸν Κυρίου. (Και την επόμενη ημέρα, ολόκληρη η συναγωγή των γιων Ισραήλ γόγγυσαν ενάντια στον Μωυσή και στον Ααρών, λέγοντας: Εσείς φονεύσατε τον λαό τού Κυρίου.)
Αρ. 17:7 (16:42) καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἐπισυστρέφεσθαι τὴν συναγωγὴν ἐπὶ Μωυσῆν καὶ Ἀαρὼν καὶ ὥρμησαν ἐπὶ τὴν σκηνὴν τοῦ μαρτυρίου, καὶ τήνδε ἐκάλυψεν αὐτὴν ἡ νεφέλη καὶ ὤφθη ἡ δόξα Κυρίου. (Κι ενώ η συναγωγή ήταν συναθροισμένη ενάντια στον Μωυσή, και ενάντια στον Ααρών, ανέβλεψαν προς τη σκηνή τού μαρτυρίου, και να, η νεφέλη τη σκέπασε, και φάνηκε η δόξα τού Κυρίου.)
Αρ. 17:8 (16:43) καὶ εἰσῆλθε Μωυσῆς καὶ Ἀαρὼν κατὰ πρόσωπον τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου. (Και ήρθε ο Μωυσής και ο Ααρών μπροστά στη σκηνή τού μαρτυρίου.)
Αρ. 17:9 (16:44) καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν καὶ Ἀαρὼν λέγων· (Και ο Κύριος μίλησε στον Μωυσή, λέγοντας:)
Αρ. 17:10 (16:45) ἐκχωρήσατε ἐκ μέσου τῆς συναγωγῆς ταύτης, καὶ ἐξαναλώσω αὐτοὺς εἰσάπαξ. καὶ ἔπεσον ἐπὶ πρόσωπον αὐτῶν. (Αποσυρθείτε μέσα απ’ αυτή τη συναγωγή, για να τους αφανίσω μονομιάς. Και έπεσαν με το πρόσωπό τους στη γη.)
Αρ. 17:11 (16:46) καὶ εἶπε Μωυσῆς πρὸς Ἀαρών· λάβε τὸ πυρεῖον καὶ ἐπίθες ἐπ᾿ αὐτὸ πῦρ ἀπὸ τοῦ θυσιαστηρίου καὶ ἐπίβαλε ἐπ᾿ αὐτὸ θυμίαμα καὶ ἀπένεγκε τὸ τάχος εἰς τὴν παρεμβολὴν καὶ ἐξίλασαι περὶ αὐτῶν· ἐξῆλθε γὰρ ὀργὴ ἀπὸ προσώπου Κυρίου, ἦρκται θραύειν τὸν λαόν. (Και ο Μωυσής είπε στον Ααρών: Πάρε το θυμιατήριο, και βάλε σ’ αυτό φωτιά από το θυσιαστήριο, και βάλε επάνω θυμίαμα, και πήγαινε γρήγορα στη συναγωγή, και κάνε εξιλέωση γι’ αυτούς· επειδή, βγήκε οργή από τον Κύριο· η πληγή άρχισε.)
Αρ. 17:12 (16:47) καὶ ἔλαβεν Ἀαρών, καθάπερ ἐλάλησεν αὐτῷ Μωυσῆς, καὶ ἔδραμεν εἰς τὴν συναγωγήν· καὶ ἤδη ἐνῆρκτο ἡ θραῦσις ἐν τῷ λαῷ· καὶ ἐπέβαλε τὸ θυμίαμα καὶ ἐξιλάσατο περὶ τοῦ λαοῦ (Και ο Ααρών πήρε το θυμιατήριο, όπως είπε ο Μωυσής, και έτρεξε στο μέσον της συναγωγής· και να, η πληγή είχε αρχίσει στον λαό· και έβαλε θυμίαμα, και έκανε εξιλέωση για τον λαό.)
Αρ. 17:13 (16:48) καὶ ἔστη ἀναμέσον τῶν τεθνηκότων καὶ τῶν ζώντων, καὶ ἐκόπασεν ἡ θραῦσις. (Και στάθηκε ανάμεσα σ’ εκείνους που πέθαναν και στους ζωντανούς, και η θραύση σταμάτησε.)
Αρ. 17:14 (16:49) καὶ ἐγένοντο οἱ τεθνηκότες ἐν τῇ θραύσει τεσσαρεσκαίδεκα χιλιάδες καὶ ἑπτακόσιοι, χωρὶς τῶν τεθνηκότων ἕνεκεν Κορέ. (Κι εκείνοι που πέθαναν στη θραύση ήσαν 14.700, εκτός από εκείνους που πέθαναν εξαιτίας του Κορέ.)
Αρ. 17:15 (16:50) καὶ ἐπέστρεψεν Ἀαρών πρὸς Μωυσῆν ἐπὶ τὴν θύραν τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου, καὶ ἐκόπασεν ἡ θραῦσις. (Και επέστρεψε ο Ααρών στον Μωυσή, στη θύρα τής σκηνής τού μαρτυρίου· και η θραύση σταμάτησε.)
Ο θεός προκαλεί τη γενοκτονία των Χαναναίων.
Αρ. 21:3 καὶ εἰσήκουσε Κύριος τῆς φωνῆς Ἰσραὴλ καὶ παρέδωκε τὸν Χανανεὶν ὑποχείριον αὐτοῦ, καὶ ἀνεθεμάτισεν αὐτὸν καὶ τὰς πόλεις αὐτοῦ· καὶ ἐπεκάλεσαν τὸ ὄνομα τοῦ τόπου ἐκείνου Ἀνάθεμα. (Και ο Κύριος εισάκουσε τη φωνή τού Ισραήλ, και παρέδωσε τους Χαναναίους· και κατέστρεψαν αυτούς και τις πόλεις τους· και αποκάλεσαν το όνομα του τόπου Ορμά.)
Ο θεός εξοντώνει με δηλητηριώδη φίδια τους γκρινιάρηδες.
Αρ. 21:6 καὶ ἀπέστειλε Κύριος εἰς τὸν λαὸν τοὺς ὄφεις τοὺς θανατοῦντας, καὶ ἔδακνον τὸν λαόν, καὶ ἀπέθανε λαὸς πολὺς τῶν υἱῶν Ἰσραήλ. (Και ο Κύριος έστειλε προς τον λαό τα φίδια, τα φλογερά φίδια, και δάγκωναν τον λαό, και πολύς λαός από τον Ισραήλ πέθανε.)
Ο θεός προκαλεί τη γενοκτονία των Βασαναίων.
Αρ. 21:34 καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Μωυσῆν· μὴ φοβηθῇς αὐτόν, ὅτι εἰς τὰς χεῖράς σου παραδέδωκα αὐτὸν καὶ πάντα τὸν λαὸν αὐτοῦ καὶ πᾶσαν τὴν γῆν αὐτοῦ, καὶ ποιήσεις αὐτῷ καθὼς ἐποίησας τῷ Σηὼν βασιλεῖ τῶν Ἀμοῤῥαίων, ὃς κατῴκει ἐν Ἐσεβών. (Και ο Κύριος είπε στον Μωυσή: Μη τον φοβηθείς· επειδή, τον παρέδωσα στα χέρια σου, και ολόκληρο τον λαό του, και τη γη του· και θα κάνεις σ’ αυτόν, όπως έκανες στον Σηών, τον βασιλιά των Αμορραίων, που κατοικούσε στην Εσεβών.)
Αρ. 21:35 καὶ ἐπάταξεν αὐτὸν καὶ τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ καὶ πάντα τὸν λαὸν αὐτοῦ, ἕως τοῦ μὴ καταλιπεῖν αὐτοῦ ζωγρείαν· καὶ ἐκληρονόμησαν τὴν γῆν αὐτοῦ. (Και πάταξαν αυτόν, και τους γιους του, και ολόκληρο τον λαό του, μέχρις ότου δεν εναπολείφθηκε σ’ αυτόν τίποτε· και κατακυρίευσαν τη γη του.)
Ο Φινεές σκοτώνει ζευγάρι με ένα ακόντισμα, και ο θεός εγκρίνει.
Αρ. 25:6 Καὶ ἰδοὺ ἄνθρωπος τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ ἐλθὼν προσήγαγε τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ πρὸς τὴν Μαδιανῖτιν ἐναντίον Μωυσῆ καὶ ἐναντίον πάσης συναγωγῆς υἱῶν Ἰσραήλ, αὐτοὶ δὲ ἔκλαιον παρὰ τὴν θύραν τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου. (Και δέστε, ένας από τους γιους Ισραήλ ήρθε φέρνοντας στα αδέλφια του μία γυναίκα Μαδιανίτισσα, μπροστά στον Μωυσή, και μπροστά σε ολόκληρη τη συναγωγή των γιων Ισραήλ, καθώς έκλαιγαν στη θύρα τής σκηνής τού μαρτυρίου.)
Αρ. 25:7 καὶ ἰδὼν Φινεὲς υἱὸς Ἐλεάζαρ υἱοῦ Ἀαρὼν τοῦ ἱερέως ἐξανέστη ἐκ μέσου τῆς συναγωγῆς καὶ λαβὼν σειρομάστην ἐν τῇ χειρὶ (Και όταν το είδε ο Φινεές, ο γιος τού Ελεάζαρ, γιου τού Ααρών, του ιερέα, σηκώθηκε από το μέσον της συναγωγής, και παίρνοντας στο χέρι του ένα μικρό δόρυ,)
Αρ. 25:8 εἰσῆλθεν ὀπίσω τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Ἰσραηλίτου εἰς τὴν κάμινον καὶ ἀπεκέντησεν ἀμφοτέρους, τόν τε ἄνθρωπον τὸν Ἰσραηλίτην καὶ τὴν γυναῖκα διὰ τῆς μήτρας αὐτῆς· καὶ ἐπαύσατο ἡ πληγὴ ἀπὸ υἱῶν Ἰσραήλ. (πήγε πίσω από τον άνθρωπο τον Ισραηλίτη στη σκηνή, και διαπέρασε και τους δύο, και τον άνθρωπο τον Ισραηλίτη, και τη γυναίκα μέσα από την κοιλιά της. Και η πληγή των γιων Ισραήλ σταμάτησε.)
Ο θεός σκοτώνει τον Κορέ, τους γιούς του Ελιάβ, και άλλους 250 επειδή επαναστάτησαν.
Αρ. 26:9 καὶ υἱοὶ Ἑλιάβ· Ναμουὴλ καὶ Δαθὰν καὶ Ἀβειρών· οὗτοι ἐπίκλητοι τῆς συναγωγῆς, οὗτοί εἰσιν οἱ ἐπισυστάντες ἐπὶ Μωυσῆν καὶ Ἀαρὼν ἐν τῇ συναγωγῇ Κορέ, ἐν τῇ ἐπισυστάσει Κυρίου, (και οι γιοι τού Ελιάβ, ο Νεμουήλ, και ο Δαθάν, και ο Αβειρών. Αυτοί <FI>είναι<Fi> ο Δαθάν και ο Αβειρών, οι ονομαστοί εκείνοι στη συναγωγή, που στασίασαν ενάντια στον Μωυσή και ενάντια στον Ααρών, στη συνοδεία τού Κορέ, όταν στασίασαν ενάντια στον Κύριο·)
Αρ. 26:10 καὶ ἀνοίξασα ἡ γῆ τὸ στόμα αὐτῆς κατέπιεν αὐτοὺς καὶ Κορὲ ἐν τῷ θανάτῳ τῆς συναγωγῆς αὐτοῦ, ὅτε κατέφαγε τὸ πῦρ τοὺς πεντήκοντα καὶ διακοσίους, καὶ ἐγενήθησαν ἐν σημείῳ, (και η γη άνοιξε το στόμα της, και τους κατάπιε, μαζί με τον Κορέ, στον εξολοθρεμό τής συνοδείας του, όταν η φωτιά κατέφαγε τους 250 ανθρώπους· και έγιναν για σημείο·)
Ο θεός θανατώνει τους γιούς του Ααρών επειδή έκαναν λάθος στο θυμιάτισμα.
Αρ. 26:61 καὶ ἀπέθανε Ναδὰβ καὶ Ἀβιοὺδ ἐν τῷ προσφέρειν αὐτοὺς πῦρ ἀλλότριον ἔναντι Κυρίου ἐν τῇ ἐρήμῳ Σινά. (Ο δε Ναδάβ και ο Αβιούδ πέθαναν, όταν πρόσφεραν ξένη φωτιά μπροστά στον Κύριο.)
Ο Μωϋσής οργίζεται που βλέπει γυναικόπαιδα ανάμεσα στους αιχμαλώτους και διατάζει να θανατωθούν.
Αρ. 31:14 καὶ ὠργίσθη Μωυσῆς ἐπὶ τοῖς ἐπισκόποις τῆς δυνάμεως, χιλιάρχοις καὶ ἑκατοντάρχοις τοῖς ἐρχομένοις ἐκ τῆς παρατάξεως τοῦ πολέμου, (Και ο Μωυσής θύμωσε εναντίον των αρχηγών του στρατεύματος, των χιλιάρχων, και των εκατοντάρχων, που ήρθαν από την παράταξη του πολέμου·)
Αρ. 31:15 καὶ εἶπεν αὐτοῖς Μωυσῆς· ἱνατί ἐζωγρήσατε πᾶν θῆλυ; (και ο Μωυσής τούς είπε: Αφήσατε ζωντανές όλες τις γυναίκες;)
Αρ. 31:16 αὗται γὰρ ἦσαν τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ κατὰ τὸ ῥῆμα Βαλαὰμ τοῦ ἀποστῆσαι καὶ ὑπεριδεῖν τὸ ῥῆμα Κυρίου ἕνεκεν Φογώρ, καὶ ἐγένετο ἡ πληγὴ ἐν τῇ συναγωγῇ Κυρίου. (Δέστε, αυτές έγιναν αιτία στους γιους Ισραήλ, σύμφωνα με τη συμβουλή τού Βαλαάμ, να ανομήσουν ενάντια στον Κύριο, στην υπόθεση του Φεγώρ, και έγινε η πληγή επάνω στη συναγωγή τού Κυρίου·)
Αρ. 31:17 καὶ νῦν ἀποκτείνατε πᾶν ἀρσενικὸν ἐν πάσῃ τῇ ἀπαρτίᾳ, πᾶσαν γυναῖκα, ἥτις ἔγνω κοίτην ἄρσενος, ἀποκτείνατε· (και τώρα, θανατώστε από τα παιδιά όλα τα αρσενικά, θανατώστε ακόμα και όλες τις γυναίκες, όσες γνώρισαν άνδρα, που κοιμήθηκαν μαζί του·)
Αρ. 31:18 καὶ πᾶσαν τὴν ἀπαρτίαν τῶν γυναικῶν, ἥτις οὐκ οἶδε κοίτην ἄρσενος, ζωγρήσατε αὐτάς. (όλα, όμως, τα μικρά κορίτσια, όσα δεν γνώρισαν κοίτη άνδρα, φυλάξτε τα για τον εαυτό σας ζωντανά·)
Δευτερονόμιον
Ο θεός καταστρέφει τους Ραφαΐν
Δευτ. 2:20 γῆ Ῥαφαΐν λογισθήσεται· καὶ γὰρ ἐπ᾿ αὐτῆς κατῴκουν οἱ Ῥαφαΐν τὸ πρότερον, καὶ οἱ Ἀμμανῖται ἐπονομάζουσιν αὐτοὺς Ζομζομμίν, (Αυτή, παρόμοια, θεωρείτο γη των γιγάντων· γίγαντες κατοικούσαν προηγουμένως εκεί· και οι Αμμωνίτες τους ονομάζουν Ζαμζουμμείμ·)
Δευτ. 2:21 ἔθνος μέγα καὶ πολὺ καὶ δυνατώτερον ὑμῶν, ὥσπερ καὶ οἱ Ἐνακίμ, καὶ ἀπώλεσεν αὐτοὺς Κύριος πρὸ προσώπου αὐτῶν, καὶ κατεκληρονόμησαν καὶ κατῳκίσθησαν ἀντ᾿ αὐτῶν ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης· (ένας λαός μεγάλος, και πολυάριθμος, και ψηλός το ανάστημα, όπως οι Ανακείμ· αλλά, ο Κύριος τους εξολόθρευσε από μπροστά τους, κι αυτοί τους κληρονόμησαν, και κατοίκησαν αντί γι’ αυτούς·)
Ο θεός καταστρέφει τους Χορραίους
Δευτ. 2:22 ὥσπερ ἐποίησαν τοῖς υἱοῖς Ἡσαῦ κατοικοῦσιν ἐν Σηείρ, ὃν τρόπον ἐξέτριψαν τὸν Χοῤῥαῖον ἀπὸ προσώπου αὐτῶν καὶ κατεκληρονόμησαν αὐτοὺς καὶ κατῳκίσθησαν ἀντ᾿ αὐτῶν ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης· (όπως έκανε και με τους Ησαυίτες που κατοικούσαν στο Σηείρ, όταν κατάστρεψε τους Χορραίους από μπροστά τους κι εκείνοι κατέλαβαν τη χώρα τους και εγκαταστάθηκαν εκεί μέχρι σήμερα.)
Ο θεός προκαλεί τη γενοκτονία των Εσεβαίων
Δευτ. 2:30 καὶ οὐκ ἠθέλησε Σηὼν βασιλεὺς Ἐσεβὼν παρελθεῖν ἡμᾶς δι᾿ αὐτοῦ, ὅτι ἐσκλήρυνε Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν τὸ πνεῦμα αὐτοῦ καὶ κατίσχυσε τὴν καρδίαν αὐτοῦ, ἵνα παραδοθῇ εἰς τὰς χεῖράς σου ὡς ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ. (Αλλα ο Σηών, ο βασιλεύς της Εσεβών, δεν ηθέλησε να περάσωμεν δια της χώρας του, διότι Κυριος ο Θεός ημών επέτρεψε να σκληρυνθή το πνεύμα του και έκαμε ανάλγητον την καρδίαν του, δια να παραδοθή, εξ αιτίας των αμαρτιών του, εις τα χέρια μας μέχρι σήμερον.)
Δευτ. 2:31 καὶ εἶπε Κύριος πρός με· ἰδοὺ ἦργμαι παραδοῦναι πρὸ προσώπου σου τὸν Σηὼν βασιλέα Ἐσεβὼν τὸν Ἀμοῤῥαῖον καὶ τὴν γῆν αὐτοῦ· ἔναρξαι κληρονομῆσαι τὴν γῆν αὐτοῦ. (και είπε δε τότε ο Κυριος προς εμέ• Ιδού ! Εχω αρχίσει να παραδίδω εις την εξουσίαν σου τον Σηών τον Αμορραίον, βασιλέα της Εσεβών, και την χώραν του. Καμε αρχήν να κατακτάς την χώραν του.)
[…]
Δευτ. 2:33 καὶ παρέδωκεν αὐτὸν Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν πρὸ προσώπου ἡμῶν, καὶ ἐπατάξαμεν αὐτὸν καὶ τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ καὶ πάντα τὸν λαὸν αὐτοῦ· (Ομως Κυριος ο Θεός ημών παρέδωκεν αυτόν εις τα χέρια μας, και ημείς εκτυπήσαμεν μέχρις αφανισμού αυτόν και τους υιούς του και όλον τον λαόν του.)
Δευτ. 2,34 καὶ ἐκρατήσαμεν πασῶν τῶν πόλεων αὐτοῦ ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ καὶ ἐξωλοθρεύσαμεν πᾶσαν πόλιν ἑξῆς, καὶ τὰς γυναῖκας αὐτῶν καὶ τὰ τέκνα αὐτῶν, οὐ κατελίπομεν ζωγρείαν· (Κατελάβομεν και εκρατήσαμεν υπό την εξουσίαν μας όλας τας πόλεις αυτού, κατεστρέψαμεν κάθε πόλιν την μίαν μετά την άλλην, εθανατώσαμεν τας γυναίκας και τα τέκνα αυτών, δεν αφήσαμεν αιχμαλώτους ζωντανούς.)
Ο θεός προκαλεί τη γενοκτονία των Βασαναίων
Δευτ. 3:2 καὶ εἶπε Κύριος πρός με· μὴ φοβηθῇς αὐτόν, ὅτι εἰς τὰς χεῖράς σου παραδέδωκα αὐτὸν καὶ πάντα τὸν λαὸν αὐτοῦ καὶ πᾶσαν τὴν γῆν αὐτοῦ. καὶ ποιήσεις αὐτͺῶ ὥσπερ ἐποίησας Σηὼν βασιλεῖ τῶν Ἀμοῤῥαίων, ὃς κατῴκει ἐν Ἐσεβών. (Είπε τότε ο Κυριος προς εμέ• Μη φοβηθής αυτόν, διότι έχω ήδη παραδώσει εις τα χέρια σου αυτόν, όλον τον λαόν του και όλην την χώραν του. Θα κάμης δε εις αυτόν ο,τι ακριβώς έκαμες στον βασιλέα των Αμορραίων Σηών, που κατοικούσε εις την πόλιν Εσεβών.)
Δευτ. 3:3 καὶ παρέδωκεν αὐτὸν Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν εἰς τὰς χεῖρας ἡμῶν, καὶ τὸν Ὢγ βασιλέα τῆς Βασὰν καὶ πάντα τὸν λαὸν αὐτοῦ, καὶ ἐπατάξαμεν αὐτὸν ἕως τοῦ μὴ καταλιπεῖν αὐτοῦ σπέρμα. (Πράγματι Κυριος ο Θεός ημών παρέδωκεν εις τα χέρια μας και αυτόν τον ίδιον τον Ωγ, βασιλέα της Βασάν, και όλον τον λαόν του και εξωντώσαμεν αυτόν και όλους, ώστε να μη μείνη πλέον απόγονος από αυτούς.)
Δευτ. 3:4 καὶ ἐκρατήσαμεν πασῶν τῶν πόλεων αὐτοῦ ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ· οὐκ ἦν πόλις, ἣν οὐκ ἐλάβομεν παρ᾿ αὐτῶν, ἑξήκοντα πόλεις, πάντα τὰ περίχωρα Ἀργὸβ βασιλέως Ὢγ ἐν Βασάν, (Τοτε δε και κατελάβαμεν όλας τας πόλεις των και δεν υπήρξε πόλις, που να μη την έχωμεν κυριεύσει• εξήντα πόλεις, μαζή με όλην την περιοχήν Αργόβ εις Βασάν, όπου βασιλεύς ήτο ο Ωγ.)
Δευτ. 3:5 πᾶσαι πόλεις ὀχυραί, τείχη ὑψηλά, πύλαι καὶ μοχλοί, πλὴν τῶν πόλεων τῶν Φερεζαίων τῶν πολλῶν σφόδρα. (Όλες αυτές οι πόλεις ήσαν οχυρωμένες με ψηλά τείχη, με πύλες και μοχλούς· εκτός από ένα μεγάλο πλήθος ατείχιστων πόλεων.)
Δευτ. 3:6 ἐξωλοθρεύσαμεν αὐτούς, ὥσπερ ἐποιήσαμεν τὸν Σηὼν βασιλέα Ἐσεβών, καὶ ἐξωλοθρεύσαμεν πᾶσαν πόλιν ἑξῆς καὶ τὰς γυναῖκας καὶ τὰ παιδία· (Και τις εξολοθρεύσαμε, καθώς κάναμε στον βασιλιά Σηών τής Εσεβών, εξολοθρεύοντας ολόκληρη την πόλη, άνδρες, γυναίκες και παιδιά.)
Ο νόμος για τις γυναίκες αιχμάλωτες πολέμου
Δευτ. 21:10 Ἐὰν δὲ ἐξελθὼν εἰς πόλεμον ἐπὶ τοὺς ἐχθρούς σου καὶ παραδῷ σοι Κύριος ὁ Θεός σου εἰς τὰς χεῖράς σου καὶ προνομεύσῃς τὴν προνομὴν αὐτῶν (ΟΤΑΝ βγεις να πολεμήσεις τους εχθρούς σου, και ο Κύριος ο Θεός σου τους παραδώσει στα χέρια σου, και πάρεις απ’ αυτούς αιχμαλώτους,)
Δευτ. 21.11 καὶ ἴδῃς ἐν τῇ προνομῇ γυναῖκα καλὴν τῷ εἴδει καὶ ἐνθυμηθῇς αὐτῆς καὶ λάβῃς αὐτήν σεαυτῷ γυναῖκα (και δεις ανάμεσα στους αιχμαλώτους μια όμορφη γυναίκα, και την επιθυμήσεις, για να την πάρεις στον εαυτό σου για γυναίκα,)
Δευτ. 21.12 καὶ εἰσάξῃς αὐτὴν ἔνδον εἰς τὴν οἰκίαν σου, καὶ ξυρήσεις τὴν κεφαλὴν αὐτῆς καὶ περιονυχιεῖς αὐτὴν (τότε, θα τη φέρεις στο σπίτι σου, και θα ξυρίσει το κεφάλι της, και θα κόψει τα νύχια της·)
Δευτ. 21.13 καὶ περιελεῖς τὰ ἱμάτια τῆς αἰχμαλωσίας ἀπ᾿ αὐτῆς καὶ καθιεῖται ἐν τῇ οἰκίᾳ σου καὶ κλαύσεται τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα μηνὸς ἡμέρας, καὶ μετὰ ταῦτα εἰσελεύσῃ πρὸς αὐτὴν καὶ συνοικισθήσῃ αὐτῇ, καὶ ἔσται σου γυνή. (και θα βγάλει τα ενδύματα της αιχμαλωσίας της από πάνω της, και θα καθήσει στο σπίτι σου, και θα κλάψει τον πατέρα της και τη μητέρα της έναν ολόκληρο μήνα· και ύστερα θα μπεις μέσα σ’ αυτή, και θα είσαι άνδρας της, κι εκείνη θα είναι γυναίκα σου.)
Ανδράδελφοι
Δευτ. 25:5 Ἐὰν δὲ κατοικῶσιν ἀδελφοὶ ἐπὶ τὸ αὐτὸ καὶ ἀποθάνῃ εἷς ἐξ αὐτῶν, σπέρμα δὲ μὴ ᾗ αὐτῷ, οὐκ ἔσται ἡ γυνὴ τοῦ τεθνηκότος ἔξω ἀνδρὶ μὴ ἐγγίζοντι· ὁ ἀδελφὸς τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς εἰσελεύσεται πρὸς αὐτὴν καὶ λήψεται αὐτὴν ἑαυτῷ γυναῖκα καὶ συνοικήσει αὐτῇ. (ΑΝ συγκατοικούν αδελφοί, και ένας απ’ αυτούς πεθάνει, και δεν έχει παιδιά, η γυναίκα εκείνου που πέθανε δεν θα παντρευτεί με ξένον· ο αδελφός τού άνδρα της θα μπει μέσα σ’ αυτή, και θα την πάρει στον εαυτό του για γυναίκα, και θα εκπληρώσει σ’ αυτή το χρέος τού ανδραδέλφου.)
Ιησούς του Ναυή
Ο θεός προκαλεί τη γενοκτονία των κατοίκων της Ιεριχώ
ΙτΝ 6:2 καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Ἰησοῦν· ἰδοὺ ἐγὼ παραδίδωμι ὑποχείριόν σοι τὴν Ἱεριχὼ καὶ τὸν βασιλέα αὐτῆς τὸν ἐν αὐτῇ, δυνατοὺς ὄντας ἐν ἰσχύϊ· (Είπε δε ο Κυριος προς τον Ιησούν• “ιδού εγώ παραδίδω υπό την εξουσίαν σου την Ιεριχώ, τον εις αυτήν ευρισκόμενον βασιλέα της και όλους τους ισχυρούς της πόλεως.)
ΙτΝ 6:3 σὺ δὲ περίστησον αὐτῇ τοὺς μαχίμους κύκλῳ, (Συ τοποθέτησε κύκλω από αυτήν τους πολεμιστάς.)
ΙτΝ 6:4 καὶ ἔσται ὡς ἂν σαλπίσητε τῇ σάλπιγγι, ἀνακραγέτω πᾶς ὁ λαὸς ἅμα· (Οταν δε σαλπίσετε με τας ιεράς σάλπιγγας, ας κραυγάση όλος ο λαός συγχρόνως.)
ΙτΝ 6:5 καὶ ἀνακραγόντων αὐτῶν πεσεῖται αὐτόματα τὰ τείχη τῆς πόλεως, καὶ εἰσελεύσεται πᾶς ὁ λαὸς ὁρμήσας ἕκαστος κατὰ πρόσωπον εἰς τὴν πόλιν. (Και καθ’ ον χρόνον θα κραυγάσουν, θα πέσουν μόνα των τα τείχη της πόλεως και όλος ο λαός ορμητικώς θα εισέλθη εις την πόλιν, ο καθένας από το μέρος που ευρίσκεται απέναντί του”.)
[…]
ΙτΝ 6:20 καὶ ἐσάλπισαν ταῖς σάλπιγξιν οἱ ἱερεῖς· ὡς δὲ ἤκουσεν ὁ λαὸς τῶν σαλπίγγων, ἠλάλαξε πᾶς ὁ λαὸς ἅμα ἀλαλαγμῷ μεγάλῳ καὶ ἰσχυρῷ καὶ ἔπεσεν ἅπαν τὸ τεῖχος κύκλῳ, καὶ ἀνέβη πᾶς ὁ λαὸς εἰς τὴν πόλιν. (Οι ιερείς εσάλπισαν με τας ιεράς σάλπιγγας. Μολις δε ο λαός ήκουσε τον ήχον των σαλπίγγων όλος μαζή εκραύγασε με αλαλαγμόν μεγάλον και ισχυρόν, και τότε όλα τα τείχη κύκλω από την Ιεριχώ έπεσαν, και όλος ο Ισραηλιτικός λαός εισήλθεν ορμητικώς εις την πόλιν.)
ΙτΝ 6:21 καὶ ἀνεθεμάτισεν αὐτὴν Ἰησοῦς καὶ ὅσα ἦν ἐν τῇ πόλει ἀπὸ ἀνδρὸς καὶ ἕως γυναικός, ἀπὸ νεανίσκου καὶ ἕως πρεσβύτου καὶ ἕως μόσχου καὶ ὑποζυγίου, ἐν στόματι ῥομφαίας. (Ο Ιησούς του Ναυή ανεθεμάτισε την πόλιν και παρέδωσεν εις στόμα μαχαίρας όλα όσα εζούσαν εις αυτήν, από ανδρός έως γυναικός, από μικρού έως μεγάλου και από μόσχου έως όνου.)
Ο θεός προκαλεί, διευκολύνει, και συμμετέχει στη σφαγή των Αμορραίων.
ΙτΝ 10:8 καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Ἰησοῦν· μὴ φοβηθῇς αὐτούς, εἰς γὰρ τὰς χεῖράς σου παραδέδωκα αὐτούς, οὐχ ὑπολειφθήσεται ἐξ αὐτῶν οὐδεὶς ἐνώπιον ὑμῶν. (Ο δε Κυριος είπε προς τον Ιησούν. “Μη φοβηθής αυτούς τους βασιλείς και τους στρατούς των. Τους έχω ήδη παραδώσει εις τα χέρια σας. Κανείς δεν θα υπολειφθή ενώπιόν σας”.)
ΙτΝ 10:9 καὶ ἐπεὶ παρεγένετο Ἰησοῦς ἐπ᾿ αὐτοὺς ἄφνω, ὅλην τὴν νύκτα εἰσεπορεύθη ἐκ Γαλγάλων. (Και ο λόγος του Κυρίου επραγματοιήθη• διότι ο Ιησούς του Ναυή κατέφθασεν αιφνιδίως εναντίον των όλην την νύκτα επορεύθη με τον στρατόν του από τα Γαλγαλα εις Γαβαών.)
ΙτΝ 10:10 καὶ ἐξέστησεν αὐτοὺς Κύριος ἀπὸ προσώπου τῶν υἱῶν Ἰσραήλ, καὶ συνέτριψεν αὐτοὺς Κύριος συντρίψει μεγάλῃ ἐν Γαβαών, καὶ κατεδίωξαν αὐτοὺς ὁδὸν ἀναβάσεως Ὠρωνὶν καὶ κατέκοπτον αὐτοὺς ἕως Ἀζηκὰ καὶ ἕως Μακηδά. (Ο δε Κυριος ενέβαλε τρόμον και πανικόν εις αυτούς, καθώς αντίκρυσαν τους Ισραηλίτας, και τους συνέτριψεν ο Κυριος δια μεγάλης καταστροφής εις την περιοχήλ Γαβαών. Οι δε Ισραηλίται κατεδίωκαν και εφόνευαν αυτούς στον δρόμον, που ανέβαινεν εις Ωρωνίν μέχρι της Αζηκά και Μακηδά.)
ΙτΝ 10:11 ἐν δὲ τῷ φεύγειν αὐτοὺς ἀπὸ προσώπου τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ ἐπὶ τῆς καταβάσεως Ὠρωνὶν καὶ Κύριος ἐπέῤῥιψεν αὐτοῖς λίθους χαλάζης ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἕως Ἀζηκά, καὶ ἐγένοντο πλείους οἱ ἀποθανόντες διὰ τοὺς λίθους τῆς χαλάζης ἢ οὓς ἀπέκτειναν οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ μαχαίρᾳ ἐν τῷ πολέμῳ. (Καθώς δε εκείνοι πανικόβλητοι έφευγαν ενώπιον των Ισραηλιτών εις την κατάβασιν Ωρωνίν, έρριψεν ο Κυριος εναντίον των χαλάζι ωσάν πέτρες από τον ουρανόν μέχρι της Αζηκά. Περισσότεροι δε ήσαν εκείνοι που εφονεύθησαν από τα λιθάρια της χαλάζης, παρά εκείνοι που εσφάγησαν από τους Ισραηλίτας κατά την μάχην.)
ΙτΝ 10:12 Τότε ἐλάλησεν Ἰησοῦς πρὸς Κύριον, ᾗ ἡμέρᾳ παρέδωκεν ὁ Θεὸς τὸν Ἀμοῤῥαῖον ὑποχείριον Ἰσραήλ, ἡνίκα συνέτριψεν αὐτοὺς ἐν Γαβαὼν καὶ συνετρίβησαν ἀπὸ προσώπου υἱῶν Ἰσραήλ, καὶ εἶπεν Ἰησοῦς· στήτω ὁ ἥλιος κατὰ Γαβαὼν καὶ ἡ σελήνη κατὰ φάραγγα Αἰλών. (Κατά την ημέραν εκείνην, κατά την οποίαν είχεν ήδη αποφασίσει και παραδώσει ο Κυριος υποχειρίους τους Αμορραίους στους Ισραηλίτας, όταν δηλαδή συνέτριψεν αυτούς ο Ιησούς εις την Γαβαών και συνετρίβησαν πράγματι ενώπιον των Ισραηλιτών, είπε τότε ο Ιησούς προς τον Κυριον• “ας σταθή ο ήλιος επάνω από την Γαβαών και η σελήνη επάνω από την κοιλάδα Αιλών”.)
ΙτΝ 10:13 καὶ ἔστη ὁ ἥλιος καὶ ἡ σελήνη ἐν στάσει, ἕως ἠμύνατο ὁ Θεὸς τοὺς ἐχθροὺς αὐτῶν. καὶ ἔστη ὁ ἥλιος κατὰ μέσον τοῦ οὐρανοῦ, οὐ προεπορεύετο εἰς δυσμὰς εἰς τέλος ἡμέρας μιᾶς. (Και πράγματι εστάθη ο ήλιος και έμεινεν εις την θέσιν της η σελήνη, μέχρις ότου ο Θεός απέκρουσε τελείως τους εχθρούς των Ισραηλιτών. Ο ήλιος εσταμάτησεν ακίνητος στο μέσον του ουρανού. Δεν επροχώρει προς δυσμάς επί μίαν ολόκληρον ημέραν.)
ΙτΝ 10:14 καὶ οὐκ ἐγένετο ἡμέρα τοιαύτη οὐδὲ τὸ πρότερον οὐδὲ τὸ ἔσχατον, ὥστε ἐπακοῦσαι Θεὸν ἀνθρώπου, ὅτι Κύριος συνεξεπολέμησε τῷ Ἰσραήλ. (Τοσον μεγάλη και επιφανής ημέρα δεν έγινεν ποτέ προηγουμένως, ούτε στο απώτατον, ούτε στο εγγύς παρελθόν, να ακούση δηλαδή ο Θεός τοιαύτην αίτησιν από άνθρωπον. Εγινε δε αυτό το πρωτοφανές και μοναδικόν θαύμα, διότι ο Κυριος επολέμησε μαζή με τους Ισραηλίτας.)
Ο θεός προστάζει και συμμετέχει στη γενοκτονία 7 πόλεων: Μακκηδά, Λιβνά, Λαχείς, Γεζέρ, Εγλών, Χεβρών και Δεβείρ.
ΙτΝ 10:28 Καὶ τὴν Μακηδὰ ἐλάβοσαν ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ καὶ ἐφόνευσαν αὐτὴν ἐν στόματι ξίφους καὶ ἐξωλόθρευσαν πᾶν ἐμπνέον, ὃ ἦν ἐν αὐτῇ, καὶ οὐ κατελείφθη οὐδεὶς ἐν αὐτῇ διασεσωσμένος καὶ διαπεφευγώς· καὶ ἐποίησαν τῷ βασιλεῖ Μακηδὰ ὃν τρόπον ἐποίησαν τῷ βασιλεῖ Ἱεριχώ. (Και εκείνη την ημέρα ο Ιησούς κυρίευσε τη Μακκηδά, και πάταξε με μάχαιρα αυτή, και τον βασιλιά της• εξολόθρευσε αυτούς, και όλους τους ανθρώπους, που ήσαν σ’ αυτήν• δεν άφησε υπόλοιπο• και στον βασιλιά τής Μακκηδά έκανε, όπως έκανε και στον βασιλιά τής Ιεριχώ.)
ΙτΝ. 10:29 καὶ ἀπῆλθεν Ἰησοῦς καὶ πᾶς Ἰσραὴλ μετ᾿ αὐτοῦ ἐκ Μακηδὰ εἰς Λεβνὰ καὶ ἐπολιόρκει Λεβνά. (Και ο Ιησούς διάβηκε, και μαζί του ολόκληρος ο Ισραήλ, από τη Μακκηδά στη Λιβνά, και πολεμούσε τη Λιβνά.)
ΙτΝ. 10:30 καὶ παρέδωκεν αὐτὴν Κύριος εἰς χεῖρας Ἰσραήλ, καὶ ἔλαβον αὐτὴν καὶ τὸν βασιλέα αὐτῆς καὶ ἐφόνευσαν αὐτὴν ἐν στόματι ξίφους καὶ πᾶν ἐμπνέον ἐν αὐτῇ, καὶ οὐ κατελείφθη ἐν αὐτῇ διασεσωσμένος καὶ διαπεφευγώς· καὶ ἐποίησαν τῷ βασιλεῖ αὐτῆς ὃν τρόπον ἐποίησαν τῷ βασιλεῖ Ἱεριχώ. (Και ο Κύριος παρέδωσε κι αυτή και τον βασιλιά της στο χέρι τού Ισραήλ• και την πάταξε με μάχαιρα, και όλους τους ανθρώπους, που ήσαν μέσα σ’ αυτή• δεν άφησε σ’ αυτήν υπόλοιπο• και στον βασιλιά της έκανε, όπως έκανε και στον βασιλιά τής Ιεριχώ.)
ΙτΝ. 10:31 καὶ ἀπῆλθεν Ἰησοῦς καὶ πᾶς Ἰσραὴλ μετ᾿ αὐτοῦ ἐκ Λεβνὰ εἰς Λαχὶς καὶ περιεκάθισεν αὐτὴν καὶ ἐπολιόρκει αὐτήν. (Και ο Ιησούς διάβηκε, και μαζί του ολόκληρος ο Ισραήλ, από τη Λιβνά στη Λαχείς, και στρατοπέδευσε απέναντί της, και την πολεμούσε.)
ΙτΝ. 10:32 καὶ παρέδωκε Κύριος τὴν Λαχὶς εἰς τὰς χεῖρας Ἰσραήλ, καὶ ἔλαβεν αὐτὴν ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ δευτέρᾳ καὶ ἐφόνευσαν αὐτὴν ἐν στόματι ξίφους καὶ ἐξωλόθρευσαν αὐτήν, ὃν τρόπον ἐποίησαν τὴν Λεβνά. (Και ο Κύριος παρέδωσε τη Λαχείς στο χέρι τού Ισραήλ, και την κυρίευσε τη δεύτερη ημέρα και πάταξε με μάχαιρα αυτή, και όλους τους ανθρώπους, που ήσαν σ’ αυτή, σύμφωνα με όσα έκανε στη Λιβνά.)
ΙτΝ. 10:33 τότε ἀνέβη Ἐλὰμ βασιλεὺς Γαζὲρ βοηθήσων τῇ Λαχίς, καὶ ἐπάταξεν αὐτὸν Ἰησοῦς ἐν στόματι ξίφους καὶ τὸν λαὸν αὐτοῦ ἕως τοῦ μὴ καταλειφθῆναι αὐτῶν σεσωσμένον καὶ διαπεφευγότα. (Τότε, ο Ωράμ, ο βασιλιάς τής Γεζέρ, ανέβηκε για να βοηθήσει τη Λαχείς• και ο Ιησούς πάταξε αυτόν και τον λαό του, μέχρις ότου δεν του άφησε υπόλοιπο.)
ΙτΝ. 10:34 καὶ ἀπῆλθεν Ἰησοῦς καὶ πᾶς Ἰσραὴλ μετ᾿ αὐτοῦ ἐκ Λαχὶς εἰς Ὀδολλὰμ καὶ περιεκάθισεν αὐτὴν καὶ ἐξεπολιόρκησεν αὐτήν. (Και ο Ιησούς διάβηκε, και μαζί του ολόκληρος ο Ισραήλ, από τη Λαχείς στην Εγλών, και στρατοπέδευσαν απέναντί της, και την πολεμούσαν•)
ΙτΝ. 10:35 καὶ παρέδωκεν αὐτὴν Κύριος ἐν χειρὶ Ἰσραήλ, καὶ ἔλαβεν αὐτὴν ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ καὶ ἐφόνευσεν αὐτὴν ἐν στόματι ξίφους, καὶ πᾶν ἐμπνέον ἐν αὐτῇ ἐφόνευσαν, ὃν τρόπον ἐποίησαν τῇ Λαχίς. (και την κυρίευσαν εκείνη την ημέρα, και την πάταξαν με μάχαιρα• και εξολόθρευσε εκείνη την ημέρα όλους τους ανθρώπους που ήσαν σ’ αυτή, σύμφωνα με όλα όσα έκανε στη Λαχείς.)
ΙτΝ. 10:36 καὶ ἀπῆλθεν Ἰησοῦς καὶ πᾶς Ἰσραὴλ μετ᾿ αὐτοῦ εἰς Χεβρὼν καὶ περιεκάθισεν αὐτήν. (Και ο Ιησούς ανέβηκε, και μαζί του ολόκληρος ο Ισραήλ, από την Εγλών στη Χεβρών, και την πολεμούσαν•)
ΙτΝ. 10:37 καὶ ἐπάταξεν αὐτὴν ἐν στόματι ξίφους καὶ πᾶν τὸ ἐμπνέον, ὅσα ἦν ἐν αὐτῇ, οὐκ ἦν διασεσωσμένος· ὃν τρόπον ἐποίησαν τὴν Ὀδολλάμ, ἐξωλόθρευσαν αὐτὴν καὶ ὅσα ἦν ἐν αὐτῇ. (και την κυρίευσαν, και πάταξαν με μάχαιρα αυτή, τον βασιλιά της, και όλες τις πόλεις της, και όλους τους ανθρώπους, που ήσαν μέσα σ’ αυτή• και δεν άφησε υπόλοιπο• σύμφωνα με όλα όσα έκανε στην Εγλών• και εξολόθρευσε αυτή, και όλους τους ανθρώπους που ήσαν μέσα σ’ αυτή.)
ΙτΝ. 10:38 καὶ ἀπέστρεψεν Ἰησοῦς καὶ πᾶς Ἰσραὴλ εἰς Δαβὶρ καὶ περικαθίσαντες αὐτὴν (Και ο Ιησούς στράφηκε, και μαζί του ολόκληρος ο Ισραήλ, στη Δεβείρ, και την πολεμούσε•)
ΙτΝ. 10:39 ἔλαβον αὐτὴν καὶ τὸν βασιλέα αὐτῆς καὶ τὰς κώμας αὐτῆς καὶ ἐπάταξεν αὐτὴν ἐν στόματι ξίφους καὶ ἐξωλόθρευσαν αὐτὴν καὶ πᾶν ἐμπνέον ἐν αὐτῇ καὶ οὐ κατέλιπον αὐτῇ οὐδένα διασεσωσμένον· ὃν τρόπον ἐποίησαν τῇ Χεβρὼν καὶ τῷ βασιλεῖ αὐτῆς, οὕτως ἐποίησαν τῇ Δαβὶρ καὶ τῷ βασιλεῖ αὐτῆς. (και κυρίευσε αυτή, και τον βασιλιά της, και όλες τις πόλεις της• και τους πάταξε με στόμα μάχαιρας, και εξολόθρευσε όλους τους ανθρώπους, που ήσαν μέσα σ’ αυτή• δεν άφησε υπόλοιπο• όπως έκανε στη Χεβρών, έτσι έκανε και στη Δεβείρ και στον βασιλιά της• και όπως έκανε στη Λιβνά και στον βασιλιά της.)
ΙτΝ. 10:40 καὶ ἐπάταξεν Ἰησοῦς πᾶσαν τὴν γῆν τῆς ὀρεινῆς καὶ τὴν Ναγὲβ καὶ τὴν πεδινὴν καὶ τὴν Ἀσηδὼθ καὶ τοὺς βασιλεῖς αὐτῆς, οὐ κατέλιπον αὐτῶν σεσωσμένον· καὶ πᾶν ἐμπνέον ζωῆς ἐξωλόθρευσεν, ὃν τρόπον ἐνετείλατο Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραήλ, (Μ’ αυτό τον τρόπο ο Ιησούς πάταξε ολόκληρη την ορεινή γη, και τη μεσημβρινή, και την πεδινή, και την Ασδώθ, και όλους τούς βασιλιάδες τους• δεν άφησε υπόλοιπο, αλλά εξολόθρευσε κάθε τι που είχε πνοή, καθώς ο Κύριος, ο Θεός τού Ισραήλ, είχε προστάξει.)
ΙτΝ. 10:41 ἀπὸ Κάδης Βαρνῆ ἕως Γάζης, πᾶσαν τὴν Γοσὸμ ἕως τῆς Γαβαών, (Και ο Ιησούς τούς πάταξε από την Κάδης-βαρνή μέχρι τη Γάζα, και ολόκληρη τη γη Γεσέν, μέχρι τη Γαβαών.)
ΙτΝ. 10:42 καὶ πάντας τοὺς βασιλεῖς αὐτῶν καὶ τὴν γῆν αὐτῶν ἐπάταξεν Ἰησοῦς εἰσάπαξ, ὅτι Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραὴλ συνεπολέμει τῷ Ἰσραήλ. (Και όλους αυτούς τους βασιλιάδες και τη γη τους ο Ιησούς κυρίευσε μεμιάς, επειδή ο Κύριος ο Θεός τού Ισραήλ πολεμούσε υπέρ του Ισραήλ.)
Ο θεός προκαλεί τη γενοκτονία των Ασωρραίων και πολλών άλλων λαών που συμμάχησαν μαζί τους. (Μαρών, Συμοών, Αζίφ, Σιδώνα, Άραβα, Φεναεδδώρ, Χαναναίοι, Αμορραίοι, Χετταίοι, Φερεζαίοι, Ιεβουσαίοι, Ευαίοι, κ.α.)
ΙτΝ. 11:4 καὶ ἐξῆλθον αὐτοὶ καὶ οἱ βασιλεῖς αὐτῶν μετ᾿ αὐτῶν, ὥσπερ ἡ ἄμμος τῆς θαλάσσης τῷ πλήθει, καὶ ἵπποι καὶ ἅρματα πολλὰ σφόδρα. (Και βγήκαν, αυτοί και όλα τα στρατεύματά τους μαζί τους, πολύς λαός, σαν την άμμο, που είναι κοντά στην άκρη τής θάλασσας σε πλήθος, μαζί με άλογα και πολλές άμαξες σε υπερβολικό βαθμό.)
ΙτΝ. 11:5 καὶ συνῆλθον πάντες οἱ βασιλεῖς αὐτοὶ καὶ παρεγένοντο ἐπὶ τὸ αὐτὸ καὶ παρενέβαλον ἐπὶ τοῦ ὕδατος Μαρὼν πολεμῆσαι τὸν Ἰσραήλ. (Και αφού όλοι αυτοί οι βασιλιάδες συγκεντρώθηκαν, ήρθαν και στρατοπέδευσαν μαζί κοντά στα νερά Μερώμ, για να πολεμήσουν τον Ισραήλ.)
ΙτΝ. 11:6 καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Ἰησοῦν· μὴ φοβηθῇς ἀπὸ προσώπου αὐτῶν, ὅτι αὔριον ταύτην τὴν ὥραν ἐγὼ παραδίδωμι τετροπωμένους αὐτοὺς ἐναντίον τοῦ Ἰσραήλ· τοὺς ἵππους αὐτῶν νευροκοπήσεις καὶ τὰ ἅρματα αὐτῶν κατακαύσεις ἐν πυρί. (Και ο Κύριος είπε στον Ιησού: Μη φοβηθείς από μπροστά τους• επειδή, αύριο, περίπου αυτή την ώρα, εγώ θα τους παραδώσω όλους φονευμένους μπροστά στον Ισραήλ• τα άλογά τους θα τα ακρωτηριάσεις και τις άμαξές τους θα τις κατακάψεις με φωτιά.)
ΙτΝ. 11:7 καὶ ἦλθεν Ἰησοῦς καὶ πᾶς ὁ λαὸς ὁ πολεμιστὴς ἐπ᾿ αὐτοὺς ἐπὶ τὸ ὕδωρ Μαρὼν ἐξάπινα καὶ ἐπέπεσαν ἐπ᾿ αὐτοὺς ἐν τῇ ὀρεινῇ. (Και ο Ιησούς πήγε ξαφνικά, και μαζί του όλος ο πολεμιστής λαός, εναντίον τους στα νερά Μερώμ, και έπεσαν επάνω τους.)
ΙτΝ. 11:8 καὶ παρέδωκεν αὐτοὺς Κύριος ὑποχειρίους Ἰσραήλ, καὶ κόπτοντες αὐτοὺς κατεδίωκον ἕως Σιδῶνος τῆς μεγάλης καὶ ἕως Μασερὼν καὶ ἕως τῶν πεδίων Μασσὼχ κατ᾿ ἀνατολὰς καὶ κατέκοψαν αὐτοὺς ἕως τοῦ μὴ καταλειφθῆναι αὐτῶν διασεσωσμένον. (Και ο Κύριος τους παρέδωσε στο χέρι τού Ισραήλ, και τους πάταξε, και τους καταδίωξε μέχρι τη μεγάλη Σιδώνα• και μέχρι τη Μισρεφώθ-μαϊμ, και μέχρι την κοιλάδα Μισπά ανατολικά• και τους πάταξαν, μέχρις ότου δεν τους άφησαν υπόλοιπο.)
ΙτΝ. 11,9 καὶ ἐποίησεν αὐτοῖς Ἰησοῦς ὃν τρόπον ἐνετείλατο αὐτῷ Κύριος· τοὺς ἵππους αὐτῶν ἐνευροκόπησε καὶ τὰ ἅρματα αὐτῶν ἐνέπρησε πυρί. (Και ο Ιησούς έκανε σ’ αυτούς καθώς ο Κύριος τον πρόσταξε• τα άλογά τους τα ακρωτηρίασε, και τις άμαξές τους τις κατέκαψε με φωτιά.)
ΙτΝ. 11,10 Καὶ ἀπεστράφη Ἰησοῦς ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ καὶ κατελάβετο Ἀσὼρ καὶ τὸν βασιλέα αὐτῆς· ἦν δὲ Ἀσὼρ τὸ πρότερον ἄρχουσα πασῶν τῶν βασιλειῶν τούτων. (Και ο Ιησούς στράφηκε την ίδια αυτή εποχή, και κυρίευσε την Ασώρ, και πάταξε τον βασιλιά της με μάχαιρα• επειδή, η Ασώρ ήταν άλλοτε πρωτεύουσα όλων αυτών των βασιλειών.)
ΙτΝ. 11,11 καὶ ἀπέκτειναν πᾶν ἐμπνέον ἐν αὐτῇ ἐν ξίφει καὶ ἐξωλόθρευσαν πάντας, καὶ οὐ κατελείφθη ἐν αὐτῇ ἐμπνέον· καὶ τὴν Ἀσὼρ ἐνέπρησαν ἐν πυρί. (Και όλους τους ανθρώπους, που ήσαν σ’ αυτήν, τους πάταξαν με μάχαιρα, και τους εξολόθρευσαν• δεν έμεινε τίποτε που είχε πνοή, και την Ασώρ την κατέκαψε με φωτιά.)
ΙτΝ. 11,12 καὶ πάσας τὰς πόλεις τῶν βασιλειῶν καὶ τοὺς βασιλεῖς αὐτῶν ἔλαβεν Ἰησοῦς καὶ ἀνεῖλεν αὐτοὺς ἐν στόματι ξίφους, καὶ ἐξωλόθρευσαν αὐτούς, ὃν τρόπον συνέταξε Μωυσῆς ὁ παῖς Κυρίου. (Και όλες τις πόλεις εκείνων των βασιλιάδων, και όλους τους βασιλιάδες τους, ο Ιησούς τούς έπιασε, και τους πάταξε με μάχαιρα• τους εξολόθρευσε, όπως πρόσταξε ο Μωυσής, ο δούλος τού Κυρίου.)
ΙτΝ. 11,13 ἀλλὰ πάσας τὰς πόλεις τὰς κεχωματισμένας οὐκ ἐνέπρησεν Ἰσραήλ, πλὴν Ἀσὼρ μόνην ἐνέπρησεν Ἰσραὴλ (Και όλες τις πόλεις, όσες έμειναν μαζί με τα προχώματά τους, δεν τις έκαψε ο Ισραήλ, εκτός μόνον την Ασώρ κατέκαψε ο Ιησούς.)
ΙτΝ. 11,14 καὶ πάντα τὰ σκῦλα αὐτῆς ἐπρονόμευσαν ἑαυτοῖς οἱ υἱοὶ Ἰσραήλ, αὐτοὺς δὲ πάντας ἐξωλόθρευσαν ἐν στόματι ξίφους, ἕως ἀπώλεσεν αὐτούς, οὐ κατέλιπον ἐξ αὐτῶν οὐδὲν ἐμπνέον. (Και όλα τα λάφυρα αυτών των πόλεων, και τα κτήνη, οι γιοι Ισραήλ τα λαφυραγώγησαν για τον εαυτό τους• όλους, όμως, τους ανθρώπους τούς πάταξαν με μάχαιρα, μέχρις ότου τους εξολόθρευσαν• δεν άφησαν τίποτε που είχε πνοή.)
ΙτΝ. 11,15 ὃν τρόπον συνέταξε Κύριος τῷ Μωυσῇ τῷ παιδὶ αὐτοῦ, καὶ Μωυσῆς ὡσαύτως ἐνετείλατο τῷ Ἰησοῖ, καὶ οὕτως ἐποίησεν Ἰησοῦς· οὐ παρέβη οὐδὲν ἀπὸ πάντων, ὧν συνέταξεν αὐτῷ Μωυσῆς. (Όπως ο Κύριος πρόσταξε στον Μωυσή, τον δούλο του, έτσι και ο Μωυσής πρόσταξε τον Ιησού, και έτσι έκανε ο Ιησούς• δεν παρέβηκε τίποτε από όλα όσα ο Κύριος πρόσταξε στον Μωυσή.)
Ο θεός προκαλεί τη γενοκτονία των Ενακίμ
ΙτΝ. 11:21 Καὶ ἦλθεν Ἰησοῦς ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ καὶ ἐξωλόθρευσε τοὺς Ἐνακὶμ ἐκ τῆς ὀρεινῆς, ἐκ Χεβρὼν καὶ ἐκ Δαβὶρ καὶ ἐξ Ἀναβὼθ καὶ ἐκ παντὸς γένους Ἰσραὴλ καὶ ἐκ παντὸς ὄρους Ἰούδα σὺν ταῖς πόλεσιν αὐτῶν, καὶ ἐξωλόθρευσεν αὐτοὺς Ἰησοῦς. (Και ο Ιησούς ήρθε εκείνη την εποχή, και αφάνισε τους Ανακείμ από τα βουνά, από τη Χεβρών, από τη Δεβείρ, από την Ανάβ, και από όλα τα βουνά τού Ιούδα, και από όλα τα βουνά τού Ισραήλ• ο Ιησούς τους εξολόθρευσε, μαζί με τις πόλεις τους.)
ΙτΝ. 11:22 οὐ κατελείφθη τῶν Ἐνακὶμ ἀπὸ τῶν υἱῶν Ἰσραήλ, ἀλλὰ πλὴν ἐν Γάζῃ καὶ ἐν Γὲθ καὶ ἐν Ἀσεδὼθ κατελείφθη. (Δεν έμειναν Ανακείμ στη γη των γιων Ισραήλ• μόνον στη Γάζα, στη Γαθ, και στην Άζωτο έμειναν.)
ΙτΝ. 11:23 καὶ ἔλαβεν Ἰησοῦς πᾶσαν τὴν γῆν, καθότι ἐνετείλατο Κύριος τῷ Μωυσῇ καὶ ἔδωκεν αὐτοὺς Ἰησοῦς ἐν κληρονομίᾳ Ἰσραὴλ ἐν μερισμῷ κατὰ φυλὰς αὐτῶν. καὶ ἡ γῆ κατέπαυσε πολεμουμένη. (Και ο Ιησούς κυρίευσε ολόκληρη τη γη, σύμφωνα με όλα όσα ο Κύριος είχε πει στον Μωυσή• και ο Ιησούς την έδωσε στον Ισραήλ ως κληρονομιά, σύμφωνα με τον διαμερισμό τους στις φυλές τους. Και η γη ησύχασε από πόλεμο.)
Κριταί
Ο θεός προκαλεί τη σφαγή του στρατού των Χανααναίων
Κρ. 4:15 καὶ ἐξέστησε Κύριος τὸν Σισάρα καὶ πάντα τὰ ἅρματα αὐτοῦ καὶ πᾶσαν τὴν παρεμβολὴν αὐτοῦ ἐν στόματι ῥομφαίας ἐνώπιον Βαράκ· καὶ κατέβη Σισάρα ἐπάνωθεν τοῦ ἅρματος αὐτοῦ καὶ ἔφυγε τοῖς ποσὶν αὐτοῦ. (Και ο Κύριος κατατρόπωσε τον Σισάρα, και όλες τις άμαξες, και ολόκληρο τον στρατό μπροστά στον Βαράκ με μάχαιρα• και ο Σισάρα κατέβηκε από την άμαξα, και έφυγε πεζός.)
Κρ. 4:16 καὶ Βαρὰκ διώκων ὀπίσω τῶν ἁρμάτων καὶ ὀπίσω τῆς παρεμβολῆς ἕως Ἀρισὼθ τῶν ἐθνῶν· καὶ ἔπεσε πᾶσα παρεμβολὴ Σισάρα ἐν στόματι ῥομφαίας, οὐ κατελείφθη ἕως ἑνός. (Και ο Βαράκ καταδίωξε πίσω από τις άμαξες και πίσω από τον στρατό, μέχρι την Αρωσέθ των εθνών• και όλος ο στρατός τού Σισάρα έπεσε με μάχαιρα• δεν έμεινε ούτε ένας.)
Φιλισταία γυαλίζει στο μάτι του Σαμψών
Κρ. 14:1 Καὶ κατέβη Σαμψὼν εἰς Θαμναθὰ καὶ εἶδε γυναῖκα ἐν Θαμναθὰ ἀπὸ τῶν θυγατέρων τῶν ἀλλοφύλων. (Και ο Σαμψών κατέβηκε στη Θαμνάθ, και είδε στη Θαμνάθ μια γυναίκα από τις θυγατέρες των Φιλισταίων.)
Κρ. 14:2 καὶ ἀνέβη καὶ ἀπήγγειλε τῷ πατρὶ αὐτοῦ καὶ τῇ μητρὶ αὐτοῦ καὶ εἶπε· γυναῖκα ἑώρακα ἐν Θαμναθὰ ἀπὸ τῶν θυγατέρων Φυλιστιΐμ, καὶ νῦν λάβετε αὐτὴν ἐμοὶ εἰς γυναῖκα. (Και ανέβηκε, και ανήγγειλε στον πατέρα του και στη μητέρα του, λέγοντας: Είδα μια γυναίκα στη Θαμνάθ από τις θυγατέρες των Φιλισταίων· και, τώρα, πάρτε την σε μένα για γυναίκα.)
Κρ. 14,3 καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ· μὴ οὐκ εἰσὶ θυγατέρες τῶν ἀδελφῶν σου καὶ ἐκ παντὸς τοῦ λαοῦ μου γυνή, ὅτι σὺ πορεύῃ λαβεῖν γυναῖκα ἀπὸ τῶν ἀλλοφύλων τῶν ἀπεριτμήτων; καὶ εἶπε Σαμψὼν πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ· ταύτην λάβε μοι, ὅτι αὔτη εὐθεῖα ἐν ὀφθαλμοῖς μου. (Και ο πατέρας του και η μητέρα του είπαν σ’ αυτόν: Μήπως δεν υπάρχει ανάμεσα στις θυγατέρες των αδελφών σου, κι ανάμεσα σε ολόκληρο τον λαό μου, γυναίκα, κι εσύ πηγαίνεις να πάρεις γυναίκα από τους απερίτμητους Φιλισταίους; Ο Σαμψών, όμως, είπε στον πατέρα του: Αυτή να μου πάρεις· επειδή, αυτή είναι αρεστή στα μάτια μου.)
Οι Βενιαμινίτες απαγάγουν τις κόρες των κατοίκων της Σηλώμ
Κρ. 21:19 καὶ εἶπαν· ἰδοὺ δὴ ἑορτὴ Κυρίου ἐν Σηλὼμ ἀφ᾿ ἡμερῶν εἰς ἡμέρας, ἥ ἐστιν ἀπὸ βοῤῥᾶ τῆς Βαιθὴλ κατ᾿ ἀνατολάς ἡλίου ἐπὶ τῆς ὁδοῦ τῆς ἀναβαινούσης ἀπό Βαιθὴλ εἰς Συχέμ καὶ ἀπὸ νότου τῆς Λεβωνά. (Τότε, είπαν: Δέστε, κάθε χρόνο γίνεται γιορτή τού Κυρίου στη Σηλώ, που είναι βορινά τής Βαιθήλ, ανατολικά από τον δρόμο που ανεβαίνει από τη Βαιθήλ στη Συχέμ, και νότια της Λεβωνά.)
Κρ. 21:20 καὶ ἐνετείλαντο τοῖς υἱοῖς Βενιαμὶν λέγοντες· πορεύεσθε καὶ ἐνεδρεύσατε ἐν τοῖς ἀμπελῶσι· (Πρόσταξαν, λοιπόν, στους γιους τού Βενιαμίν, λέγοντας: Πηγαίνετε και στήστε ενέδρα στα αμπέλια·)
Κρ. 21:21 καὶ ὄψεσθε καὶ ἰδού, ἐὰν ἐξέλθωσιν αἱ θυγατέρες τῶν οἰκούντων Σηλὼ χορεύειν ἐν τοῖς χοροῖς, καὶ ἐξελεύσεσθε ἐκ τῶν ἀμπελώνων καὶ ἁρπάσατε ἑαυτοῖς ἀνὴρ γυναῖκα, ἀπὸ τῶν θυγατέρων Σηλὼμ καὶ πορεύεσθε εἰς γῆν Βενιαμίν. (και παρατηρήστε, και δέστε, αν οι θυγατέρες της Σηλώ βγουν να χορέψουν στους χορούς, τότε βγείτε από τα αμπέλια, και αρπάξτε για τον εαυτό σας κάθε ένας τη γυναίκα του από τις θυγατέρες της Σηλώ, και πηγαίνετε στη γη τού Βενιαμίν·)
Κρ. 21:22 καὶ ἔσται ὅταν ἔλθωσιν οἱ πατέρες αὐτῶν ἢ οἱ ἀδελφοὶ αὐτῶν κρίνεσθαι πρὸς ἡμᾶς, καὶ ἐροῦμεν αὐτοῖς· ἔλεος ποιήσατε ἡμῖν αὐτάς, ὅτι οὐκ ἐλάβομεν ἀνὴρ γυναῖκα αὐτοῦ ἐν τῇ παρατάξει, ὅτι οὐχ ὑμεῖς ἐδώκατε αὐτοῖς· ὡς κλῆρος πλημμελήσατε. (και όταν οι πατέρες τους ή οι αδελφοί τους έρθουν σε μας για να παραπονεθούν, εμείς θα τους πούμε: Κάντε σ’ αυτούς έλεος για χάρη μας, επειδή δεν πιάσαμε στον πόλεμο γυναίκα για κάθε έναν· κι εσείς, μη δίνοντας σ’ αυτούς κατά τον καιρό τούτο, θα είστε ένοχοι.)
Κρ. 21:23 καὶ ἐποίησαν οὕτως οἱ υἱοὶ Βενιαμὶν καὶ ἔλαβον γυναῖκας εἰς ἀριθμὸν αὐτῶν ἀπὸ τῶν χορευουσῶν, ὧν ἥρπασαν· καὶ ἐπορεύθησαν καὶ ὑπέστρεψαν εἰς τὴν κληρονομίαν αὐτῶν καὶ ᾠκοδόμησαν τὰς πόλεις καὶ ἐκάθισαν ἐν αὐταῖς. (Έτσι και έκαναν οι γιοι τού Βενιαμίν, και πήραν γυναίκες σύμφωνα με τον αριθμό τους από εκείνες που χόρευαν, αρπάζοντάς τες· και αναχώρησαν, και γύρισαν στην κληρονομιά τους, και έχτισαν πόλεις, και κατοίκησαν σ’ αυτές.)
Ρουθ
Με την αγορά ενός χωραφιού παίρνετε δώρο και μια γυναίκα
Ρουθ 4:5 καὶ εἶπε Βοόζ· ἐν ἡμέρᾳ τοῦ κτήσασθαί σε τὸν ἀγρὸν ἐκ χειρὸς Νωεμὶν καὶ παρὰ Ῥοὺθ τῆς Μωαβίτιδος γυναικὸς τοῦ τεθνηκότος, καὶ αὐτὴν κτήσασθαί σε δεῖ ὥστε ἀναστῆσαι τὸ ὄνομα τοῦ τεθνηκότος ἐπὶ τῆς κληρονομίας αὐτοῦ. (Και ο Βοόζ είπε: Κατά την ημέρα που θα αγοράσεις το χωράφι από το χέρι τής Ναομί, πρέπει να πάρεις και τη Ρουθ τη Μωαβίτισσα, τη γυναίκα τού αποθανόντα, για να αναστήσεις το όνομα του αποθανόντα επάνω στην κληρονομιά του.)
[…] (σας απαλλάσσω από την περιγραφή της αγοραπωλησίας του χωραφιού κατά την οποία, σύμφωνα με τον Ιουδαϊκό νόμο, ο πωλητής δίνει στον αγοραστή ως απόδειξη αγοράς… το παπούτσι του.)
Ρουθ 4:9 καὶ εἶπε Βοὸζ τοῖς πρεσβυτέροις καὶ παντὶ τῷ λαῷ· μάρτυρες ὑμεῖς σήμερον, ὅτι κέκτημαι πάντα τὰ τοῦ Ἐλιμέλεχ καὶ πάντα, ὅσα ὑπάρχει τῷ Χελαιὼν καὶ τῷ Μααλὼν ἐκ χειρὸς Νωεμίν· (Τότε ο Βοόζ είπε στους πρεσβύτερους και σε ολόκληρο τον λαό: Είστε σήμερα μάρτυρες, ότι αγόρασα όλα όσα είχε ο Ελιμέλεχ, και όλα όσα είχαν ο Χελαιών και ο Μααλών, από το χέρι τής Ναομί·)
Ρουθ 4:10 καί γε Ῥοὺθ τὴν Μωαβῖτιν τὴν γυναῖκα Μααλὼν κέκτημαι ἐμαυτῷ εἰς γυναῖκα τοῦ ἀναστῆσαι τὸ ὄνομα τοῦ τεθνηκότος ἐπὶ τῆς κληρονομίας αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἐξολοθρευθήσεται τὸ ὄνομα τοῦ τεθνηκότος ἐκ τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ καὶ ἐκ τῆς φυλῆς λαοῦ αὐτοῦ· μάρτυρες ὑμεῖς σήμερον. (κι ακόμα, τη Ρουθ τη Μωαβίτισσα, τη γυναίκα τού Μααλών, την πήρα στον εαυτό μου για γυναίκα, για να αναστήσω το όνομα του αποθανόντα επάνω στην κληρονομιά του, για να μη εξαλειφθεί το όνομα του αποθανόντα από τα αδέλφια του, και από την πόλη τής κατοικίας του· είστε σήμερα μάρτυρες.)
Βασιλειών Α’
Ο θεός προκαλεί τη γενοκτονία των Αμαληκιτών
Α Βασ. 15:2 τάδε εἶπε Κύριος Σαβαώθ· νῦν ἐκδικήσω ἃ ἐποίησεν Ἀμαλὴκ τῷ Ἰσραήλ, ὡς ἀπήντησεν αὐτῷ ἐν τῇ ὁδῷ ἀναβαίνοντος αὐτοῦ ἐξ Αἰγύπτου· (Έτσι λέει ο Κύριος των δυνάμεων: Θα εκδικήσω όσα έκανε ο Αμαλήκ στον Ισραήλ, ότι του αντιστάθηκε στον δρόμο όταν ανέβαιναν από την Αίγυπτο•)
Α Βασ. 15:3 καὶ νῦν πορεύου καὶ πατάξεις τὸν Ἀμαλὴκ καὶ Ἱερὶμ καὶ πάντα τὰ αὐτοῦ καὶ οὐ περιποιήσῃ ἐξ αὐτοῦ καὶ ἐξολοθρεύσεις αὐτὸν καὶ ἀναθεματιεῖς αὐτὸν καὶ πάντα τὰ αὐτοῦ καὶ οὐ φείσῃ ἀπ᾿ αὐτοῦ καὶ ἀποκτενεῖς ἀπὸ ἀνδρὸς καὶ ἕως γυναικὸς καὶ ἀπὸ νηπίου ἕως θηλάζοντος καὶ ἀπὸ μόσχου ἕως προβάτου καὶ ἀπὸ καμήλου ἕως ὄνου. (πήγαινε τώρα και πάταξε τον Αμαλήκ, και εξολόθρευσε κάθε τι που έχει, και μη τους λυπηθείς• αλλά, θανάτωσε και άνδρα και γυναίκα, και παιδί και βρέφος που θηλάζει, και βόδι και πρόβατο, και καμήλα και γαϊδούρι.)
Α Βασ. 15:4 καὶ παρήγγειλε Σαοὺλ τῷ λαῷ καὶ ἐπισκέπτεται αὐτοὺς ἐν Γαλγάλοις τετρακοσίας χιλιάδας ταγμάτων καὶ τὸν Ἰούδαν τριάκοντα χιλιάδας ταγμάτων. (Και ο Σαούλ κάλεσε τον λαό, και τους απαρίθμησε στην Τελαϊμ, 200.000 πεζοί, και 10.000 άνδρες του Ιούδα.)
Α Βασ. 15:5 καὶ ἦλθε Σαοὺλ ἕως τῶν πόλεων Ἀμαλὴκ καὶ ἐνήδρευσεν ἐν τῷ χειμάῤῥῳ. (Και ο Σαούλ ήρθε μέχρι την πόλη τού Αμαλήκ, και έστησε ενέδρα στη φάραγγα.)
Α Βασ. 15:6 καὶ εἶπε Σαοὺλ πρὸς τὸν Κιναῖον· ἄπελθε καὶ ἔκκλινον ἐκ μέσου τοῦ Ἀμαληκίτου, μὴ προσθῶ σε μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ σὺ ἐποίησας ἔλεος μετὰ τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ ἐν τῷ ἀναβαίνειν αὐτοὺς ἐξ Αἰγύπτου· καὶ ἐξέκλινεν ὁ Κιναῖος ἐκ μέσου Ἀμαλήκ. (Και ο Σαούλ είπε στους Κεναίους: Πηγαίνετε, αναχωρήστε, κατεβείτε από μέσα από τους Αμαληκίτες, για να μη σας συμπεριλάβω μαζί τους• επειδή, εσείς δείξατε έλεος σε όλους τούς γιους Ισραήλ, όταν ανέβαιναν από την Αίγυπτο. Και αναχώρησαν οι Κεναίοι μέσα από τους Αμαληκίτες.)
Α Βασ. 15:7 καὶ ἐπάταξε Σαοὺλ τὸν Ἀμαλὴκ ἀπὸ Εὐιλὰτ ἕως Σοὺρ ἐπὶ προσώπου Αἰγύπτου. (Και ο Σαούλ πάταξε τους Αμαληκίτες από την Αβιλά μέχρι την είσοδο της Σουρ, που είναι απέναντι από την Αίγυπτο.)
Α Βασ. 15:8 καὶ συνέλαβε τὸν Ἀγὰγ βασιλέα Ἀμαλὴκ ζῶντα καὶ πάντα τὸν λαὸν καὶ Ἱερὶμ ἀπέκτεινεν ἐν στόματι ῥομφαίας. (Και συνέλαβε ζωντανό τον Αγάγ, τον βασιλιά των Αμαληκιτών, και ολόκληρο τον λαό τον εξολόθρευσε με μάχαιρα.)
Με τη σφαγή 100 εχθρών παίρνετε δώρο μια γυναίκα
Α Βασ. 18:27 καὶ ἀνέστη Δαυὶδ καὶ ἐπορεύθη αὐτὸς καὶ οἱ ἄνδρες αὐτοῦ καὶ ἐπάταξεν ἐν τοῖς ἀλλοφύλοις ἑκατὸν ἄνδρας καὶ ἀνήνεγκε τὰς ἀκροβυστίας αὐτῶν. καὶ ἐπιγαμβρεύεται τῷ βασιλεῖ καὶ δίδωσιν αὐτῷ τὴν Μελχὸλ θυγατέρα αὐτοῦ αὐτῷ εἰς γυναῖκα. (ο Δαβίδ σηκώθηκε και πήγε, αυτός και οι άνδρες του, και θανάτωσε 200 από τους άνδρες των Φιλισταίων· και ο Δαβίδ έφερε τις ακροβυστίες τους, και τις απέδωσε ολόκληρες στον βασιλιά, για να γίνει γαμπρός τού βασιλιά. Και ο Σαούλ τού έδωσε τη Μιχάλ τη θυγατέρα του για γυναίκα.)
Ο θεός προκαλεί σφαγή των Φιλισταίων – Μέρος Α’
Α Βασ. 23:2 καὶ ἐπηρώτησεν Δαυιδ διὰ τοῦ κυρίου λέγων εἰ πορευθῶ καὶ πατάξω τοὺς ἀλλοφύλους τούτους καὶ εἶπεν κύριος πορεύου καὶ πατάξεις ἐν τοῖς ἀλλοφύλοις τούτοις καὶ σώσεις τὴν Κεϊλα (Και ο Δαβίδ ρώτησε τον Κύριο, λέγοντας: Να πάω και να χτυπήσω αυτούς τους Φιλισταίους; Και ο Κύριος είπε στον Δαβίδ: Πήγαινε, και χτύπησε τους Φιλισταίους, και σώσε την Κεειλά.)
Α Βασ. 23:3 καὶ εἶπαν οἱ ἄνδρες τοῦ Δαυιδ πρὸς αὐτόν ἰδοὺ ἡμεῖς ἐνταῦθα ἐν τῇ Ιουδαίᾳ φοβούμεθα καὶ πῶς ἔσται ἐὰν πορευθῶμεν εἰς Κεϊλα εἰς τὰ σκῦλα τῶν ἀλλοφύλων εἰσπορευσόμεθα (Και οι άνδρες τού Δαβίδ τού είπαν: Δες, εμείς εδώ στην Ιουδαία φοβόμαστε• πόσο δε μάλλον, αν πάμε στην Κεειλά, ενάντια στα στρατεύματα των Φιλισταίων;)
Α Βασ. 23:4 καὶ προσέθετο Δαυιδ ἐρωτῆσαι ἔτι διὰ τοῦ κυρίου καὶ ἀπεκρίθη αὐτῷ κύριος καὶ εἶπεν πρὸς αὐτόν ἀνάστηθι καὶ κατάβηθι εἰς Κεϊλα ὅτι ἐγὼ παραδίδωμι τοὺς ἀλλοφύλους εἰς χεῖράς σου (Και ο Δαβίδ ξαναρώτησε τον Κύριο. Και ο Κύριος του απάντησε, και είπε: Σήκω, κατέβα στην Κεειλά• επειδή, θα παραδώσω τους Φιλισταίους στο χέρι σου.)
Α Βασ. 23:5 καὶ ἐπορεύθη Δαυιδ καὶ οἱ ἄνδρες οἱ μετ᾽ αὐτοῦ εἰς Κεϊλα καὶ ἐπολέμησεν ἐν τοῖς ἀλλοφύλοις καὶ ἔφυγον ἐκ προσώπου αὐτοῦ καὶ ἀπήγαγεν τὰ κτήνη αὐτῶν καὶ ἐπάταξεν ἐν αὐτοῖς πληγὴν μεγάλην καὶ ἔσωσεν Δαυιδ τοὺς κατοικοῦντας Κεϊλα (Τότε, ήρθε ο Δαβίδ και οι άνδρες του στην Κεειλά, και πολέμησε με τους Φιλισταίους, και πήρε τα κτήνη τους, και τους χτύπησε με μεγάλη σφαγή. Και ο Δαβίδ έσωσε τους κατοίκους τής Κεειλά.)
Βασιλειών Β’
Ο θεός προκαλεί σφαγή των Φιλισταίων – Μέρος Β’
Β Βασ. 2:19 καὶ ἠρώτησεν Δαυιδ διὰ κυρίου λέγων εἰ ἀναβῶ πρὸς τοὺς ἀλλοφύλους καὶ παραδώσεις αὐτοὺς εἰς τὰς χεῖράς μου καὶ εἶπεν κύριος πρὸς Δαυιδ ἀνάβαινε ὅτι παραδιδοὺς παραδώσω τοὺς ἀλλοφύλους εἰς τὰς χεῖράς σου (Και ο Δαβίδ ρώτησε τον Κύριο, λέγοντας: Να ανέβω προς τους Φιλισταίους; Θα τους παραδώσεις στο χέρι μου; Και ο Κύριος είπε στον Δαβίδ: Ανέβα• επειδή, σίγουρα θα παραδώσω τους Φιλισταίους στο χέρι σου.)
Β Βασ. 2:20 καὶ ἦλθεν Δαυιδ ἐκ τῶν ἐπάνω διακοπῶν καὶ ἔκοψεν τοὺς ἀλλοφύλους ἐκεῖ καὶ εἶπεν Δαυιδ διέκοψεν κύριος τοὺς ἐχθρούς μου τοὺς ἀλλοφύλους ἐνώπιον ἐμοῦ ὡς διακόπτεται ὕδατα διὰ τοῦτο ἐκλήθη τὸ ὄνομα τοῦ τόπου ἐκείνου ἐπάνω διακοπῶν (Και ο Δαβίδ ήρθε στη Βάαλ-φερασείμ, κι εκεί ο Δαβίδ τούς χτύπησε, και είπε: Ο Κύριος έκοψε στα δύο τους εχθρούς μου μπροστά μου, όπως τα νερά χωρίζονται στα δύο. Γι’ αυτό, το όνομα εκείνου του τόπου αποκλήθηκε Βάαλ-φερασείμ.)
Β Βασ. 2:21 καὶ καταλιμπάνουσιν ἐκεῖ τοὺς θεοὺς αὐτῶν καὶ ἐλάβοσαν αὐτοὺς Δαυιδ καὶ οἱ ἄνδρες οἱ μετ᾽ αὐτοῦ (Και εκεί εγκατέλειψαν τα είδωλά τους, και τα σήκωσαν ο Δαβίδ και οι άνδρες του.)
Β Βασ. 2:22 καὶ προσέθεντο ἔτι ἀλλόφυλοι τοῦ ἀναβῆναι καὶ συνέπεσαν ἐν τῇ κοιλάδι τῶν τιτάνων (Και οι Φιλισταίοι ανέβηκαν ξανά, και διαχύθηκαν στην κοιλάδα Ραφαείμ.)
Β Βασ. 2:23 καὶ ἐπηρώτησεν Δαυιδ διὰ κυρίου καὶ εἶπεν κύριος οὐκ ἀναβήσει εἰς συνάντησιν αὐτῶν ἀποστρέφου ἀπ᾽ αὐτῶν καὶ παρέσει αὐτοῖς πλησίον τοῦ κλαυθμῶνος (Και όταν ο Δαβίδ ρώτησε τον Κύριο, είπε: Μη ανέβεις• στρέψε από πίσω τους, και πέσε επάνω τους απέναντι από τις συκαμινιές•)
Β Βασ. 2:24 καὶ ἔσται ἐν τῷ ἀκοῦσαί σε τὴν φωνὴν τοῦ συγκλεισμοῦ τοῦ ἄλσους τοῦ κλαυθμῶνος τότε καταβήσει πρὸς αὐτούς ὅτι τότε ἐξελεύσεται κύριος ἔμπροσθέν σου κόπτειν ἐν τῷ πολέμῳ τῶν ἀλλοφύλων (και όταν ακούσεις θόρυβο διάβασης επάνω στις κορυφές των συκαμινιών, τότε θα σπεύσεις• επειδή, τότε ο Κύριος θα βγει μπροστά σου, για να χτυπήσει το στρατόπεδο των Φιλισταίων.)
Β Βασ. 2:25 καὶ ἐποίησεν Δαυιδ καθὼς ἐνετείλατο αὐτῷ κύριος καὶ ἐπάταξεν τοὺς ἀλλοφύλους ἀπὸ Γαβαων ἕως τῆς γῆς Γαζηρα (Και ο Δαβίδ έκανε όπως τον πρόσταξε ο Κύριος• και χτύπησε τους Φιλισταίους από τη Γαβαά μέχρι την είσοδο Γεζέρ.)
Ο Δαυίδ πηδάει τη γυναίκα του Ουρία και μετά φροντίζει να σκοτωθεί ο Ουρίας στη μάχη.
Β Βασ. 11:1 Καὶ ἐγένετο ἐπιστρέψαντος τοῦ ἐνιαυτοῦ εἰς τὸν καιρὸν τῆς ἐξοδίας τῶν βασιλέων, καὶ ἀπέστειλε Δαυὶδ τὸν Ἰωὰβ καὶ τοὺς παῖδας αὐτοῦ μετ᾿ αὐτοῦ καὶ τὸν πάντα Ἰσραήλ, καὶ διέφθειραν τοὺς υἱοὺς Ἀμμὼν καὶ διεκάθισαν ἐπὶ Ῥαββάθ· καὶ Δαυὶδ ἐκάθισεν ἐν Ἱερουσαλήμ. (ΚΑΙ τον επόμενο χρόνο, κατά την εποχή που εκστρατεύουν οι βασιλιάδες, ο Δαβίδ έστειλε τον Ιωάβ, και τους δούλους του μαζί του, και ολόκληρο τον Ισραήλ· και κατέστρεψαν τους γιους Αμμών, και πολιόρκησαν τη Ραββά. Ο Δαβίδ, όμως, έμεινε στην Ιερουσαλήμ.)
Β Βασ. 11:2 καὶ ἐγένετο πρὸς ἑσπέραν καὶ ἀνέστη Δαυὶδ ἀπὸ τῆς κοίτης αὐτοῦ καὶ περιεπάτει ἐπὶ τοῦ δώματος τοῦ οἴκου τοῦ βασιλέως καὶ εἶδε γυναῖκα λουομένην ἀπὸ τοῦ δώματος, καὶ ἡ γυνὴ καλὴ τῷ εἴδει σφόδρα. (Και προς την εσπέρα, όταν ο Δαβίδ σηκώθηκε από το κρεβάτι του,περπατούσε επάνω στην ταράτσα τού βασιλικού σπιτιού· και από την ταράτσα είδε μία γυναίκα να λούζεται· και η γυναίκα ήταν υπερβολικά ωραία στην όψη.)
Β Βασ. 11:3 καὶ ἀπέστειλε Δαυὶδ καὶ ἐζήτησε τὴν γυναῖκα καὶ εἶπεν· οὐχὶ αὕτη Βηρσαβεὲ θυγάτηρ Ἐλιὰβ γυνὴ Οὐρίου τοῦ Χετταίου; (Και ο Δαβίδ έστειλε και ερεύνησε για τη γυναίκα. Και κάποιος είπε: Δεν είναι αυτή η Βηθ-σαβεέ, η θυγατέρα του Ελιάμ, η γυναίκα τού Ουρία τού Χετταίου;)
Β Βασ. 11:4 καὶ ἀπέστειλε Δαυὶδ ἀγγέλους καὶ ἔλαβεν αὐτήν, καὶ εἰσῆλθε πρὸς αὐτήν, καὶ ἐκοιμήθη μετ᾿ αὐτῆς, καὶ αὐτὴ ἁγιαζομένη ἀπὸ ἀκαθαρσίας αὐτῆς, καὶ ἀπέστρεψεν εἰς τὸν οἶκον αὐτῆς. (Και ο Δαβίδ έστειλε μηνυτές και την πήρε· και όταν ήρθε σ’ αυτόν, κοιμήθηκε μαζί της, (επειδή, είχε καθαριστεί από την ακαθαρσία της·) και γύρισε στο σπίτι της.)
Β Βασ. 11:5 καὶ ἐν γαστρὶ ἔλαβεν ἡ γυνή· καὶ ἀποστείλασα ἀπήγγειλε τῷ Δαυὶδ καὶ εἶπεν· ἐγώ εἰμι ἐν γαστρὶ ἔχω. (Και η γυναίκα συνέλαβε· και στέλνοντας μήνυμα στον Δαβίδ, ανήγγειλε και είπε: Είμαι έγκυος.)
[…] σας απαλλάσσω από την περιγραφή των προσπαθειών του Δαυίδ να πείσει τον Ουρία να πάει με τη γυναίκα του έτσι να δικαιολογηθεί έστω εκ των υστέρων η εγκυμοσύνη.
Β Βασ. 11:14 καὶ ἐγένετο πρωΐ καὶ ἔγραψε Δαυὶδ βιβλίον πρὸς Ἰωὰβ καὶ ἀπέστειλεν ἐν χειρὶ Οὐρίου. (Και το πρωί ο Δαβίδ έγραψε μια επιστολή στον Ιωάβ, και την έστειλε δια χειρός τού Ουρία.)
Β Βασ. 11:15 καὶ ἔγραψεν ἐν βιβλίῳ λέγων· εἰσάγαγε τὸν Οὐρίαν ἐξ ἐναντίας τοῦ πολέμου τοῦ κραταιοῦ, καὶ ἀποστραφήσεσθε ἀπὸ ὄπισθεν αὐτοῦ, καὶ πληγήσεται ἀπὸ ὄπισθεν αὐτοῦ, καὶ πληγήσεται καὶ ἀποθανεῖται. (Και στην επιστολή έγραψε, λέγοντας: Βάλτε τόν Ουρία απέναντι στη σκληρότερη μάχη· έπειτα, συρθείτε απ’ αυτόν, για να χτυπηθεί και να πεθάνει.)
Β Βασ. 11:16 καὶ ἐγενήθη ἐν τῷ φυλάσσειν Ἰωὰβ ἐπὶ τὴν πόλιν καὶ ἔθηκε τὸν Οὐρίαν εἰς τὸν τόπον, οὗ ᾔδει ὅτι ἄνδρες δυνάμεως ἐκεῖ. (Και αφού ο Ιωάβ παρατήρησε την πόλη, διόρισε τον Ουρία σε θέση, όπου ήξερε ότι ήσαν άνδρες δύναμης.)
Β Βασ. 11:17 καὶ ἐξῆλθον οἱ ἄνδρες τῆς πόλεως καὶ ἐπολέμουν μετὰ Ἰωάβ, καὶ ἔπεσαν ἐκ τοῦ λαοῦ ἐκ τῶν δούλων Δαυίδ, καὶ ἀπέθανε καί γε Οὐρίας ὁ Χετταῖος. (Και βγήκαν οι άνδρες τής πόλης, και πολέμησαν με τον Ιωάβ· και έπεσαν από τον λαό μερικοί από τους δούλους τού Δαβίδ· θανατώθηκε δε και ο Ουρίας ο Χετταίος.)
Β Βασ. 11:18 καὶ ἀπέστειλεν Ἰωὰβ καὶ ἀπήγγειλε τῷ Δαυὶδ πάντας τοὺς λόγους τοῦ πολέμου λαλῆσαι πρὸς τὸν βασιλέα (Και ο Ιωάβ έστειλε και ανήγγειλε στον Δαβίδ όλα τα σχετικά για τον πόλεμο.)
[…] σας απαλλάσσω από την περιγραφή της συνωμοτικής αποστολής του μηνύματος ότι ο Ουρίας πέθανε από τον Ιωάβ προς τον Δαυίδ.
Β Βασ. 11:26 καὶ ἤκουσεν ἡ γυνὴ Οὐρίου ὅτι ἀπέθανεν Οὐρίας ὁ ἀνὴρ αὐτῆς, καὶ ἐκόψατο τὸν ἄνδρα αὐτῆς. (Και όταν η γυναίκα τού Ουρία άκουσε, ότι ο Ουρίας ο άνδρας της πέθανε,πένθησε για τον άνδρα της.)
Β Βασ. 11:27 καὶ διῆλθε τὸ πένθος καὶ ἀπέστειλε Δαυίδ, καὶ συνήγαγεν αὐτὴν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, καὶ ἐγενήθη αὐτῷ εἰς γυναῖκα, καὶ ἔτεκεν αὐτῷ υἱόν. καὶ πονηρὸν ἐφάνη τὸ ῥῆμα, ὃ ἐποίησε Δαυίδ, ἐν ὀφθαλμοῖς Κυρίου. (Και αφού πέρασε το πένθος, ο Δαβίδ έστειλε και την πήρε στο σπίτι του· και έγινε γυναίκα του, και του γέννησε έναν γιο. Το πράγμα, όμως, που έπραξε ο Δαβίδ, φάνηκε κακό στα μάτια τού Κυρίου.)
Ο θεός «τιμωρεί» τον Δαυίδ βάζοντας άλλους να πληρώσουν για το έγκλημά του.
Β Βασ. 12:11 τάδε λέγει κύριος ἰδοὺ ἐγὼ ἐξεγείρω ἐπὶ σὲ κακὰ ἐκ τοῦ οἴκου σου καὶ λήμψομαι τὰς γυναῖκάς σου κατ᾽ ὀφθαλμούς σου καὶ δώσω τῷ πλησίον σου καὶ κοιμηθήσεται μετὰ τῶν γυναικῶν σου ἐναντίον τοῦ ἡλίου τούτου (Έτσι λέει ο Κύριος: Δες, θα ξεσηκώσω εναντίον σου κακά μέσα από την οικογένειά σου, και θα πάρω τις γυναίκες σου μπροστά από τα μάτια σου, και θα τις δώσω στον πλησίον σου, και θα κοιμηθεί με τις γυναίκες σου μπροστά σ’ αυτόν τον ήλιο·)
Β Βασ. 12:12 ὅτι σὺ ἐποίησας κρυβῇ κἀγὼ ποιήσω τὸ ῥῆμα τοῦτο ἐναντίον παντὸς Ισραηλ καὶ ἀπέναντι τούτου τοῦ ἡλίου (επειδή, εσύ έπραξες κρυφά· εγώ, όμως, θα κάνω αυτό το πράγμα μπροστά από ολόκληρο τον Ισραήλ, και κατάντικρυ στον ήλιο.)
Β Βασ. 12:13 καὶ εἶπεν Δαυιδ τῷ Ναθαν ἡμάρτηκα τῷ κυρίῳ καὶ εἶπεν Ναθαν πρὸς Δαυιδ καὶ κύριος παρεβίβασεν τὸ ἁμάρτημά σου οὐ μὴ ἀποθάνῃς (Και ο Δαβίδ είπε στον Νάθαν: Αμάρτησα στον Κύριο. Και ο Νάθαν είπε στον Δαβίδ: Και ο Κύριος παρέβλεψε το αμάρτημά σου· δεν θα πεθάνεις·)
Β Βασ. 12:14 πλὴν ὅτι παροξύνων παρώξυνας τοὺς ἐχθροὺς κυρίου ἐν τῷ ῥήματι τούτῳ καί γε ὁ υἱός σου ὁ τεχθείς σοι θανάτῳ ἀποθανεῖται (επειδή, όμως, με την πράξη αυτή έδωσες μεγάλη αφορμή στους εχθρούς τού Κυρίου να βλασφημούν, γι’ αυτό, το παιδί που γεννήθηκε σε σένα θα πεθάνει οπωσδήποτε.)
Β Βασ. 12:15 καὶ ἀπῆλθεν Ναθαν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ καὶ ἔθραυσεν κύριος τὸ παιδίον ὃ ἔτεκεν ἡ γυνὴ Ουριου τῷ Δαυιδ καὶ ἠρρώστησεν (Και ο Νάθαν έφυγε για το σπίτι του. Και ο Κύριος πάταξε το παιδί, που η γυναίκα τού Ουρία γέννησε στον Δαβίδ, και αρρώστησε.)
Β Βασ. 12:16 καὶ ἐζήτησεν Δαυιδ τὸν θεὸν περὶ τοῦ παιδαρίου καὶ ἐνήστευσεν Δαυιδ νηστείαν καὶ εἰσῆλθεν καὶ ηὐλίσθη ἐν σάκκῳ ἐπὶ τῆς γῆς (Και ο Δαβίδ ικέτευσε τον Κύριο υπέρ του παιδιού· και ο Δαβίδ νήστεψε, και αφού μπήκε μέσα, διανυχτέρευσε, ξαπλωμένος καταγής.)
Β Βασ. 12:17 καὶ ἀνέστησαν ἐπ᾽ αὐτὸν οἱ πρεσβύτεροι τοῦ οἴκου αὐτοῦ τοῦ ἐγεῖραι αὐτὸν ἀπὸ τῆς γῆς καὶ οὐκ ἠθέλησεν καὶ οὐ συνέφαγεν αὐτοῖς ἄρτον (Και σηκώθηκαν οι πρεσβύτεροι του σπιτιού του, και ήρθαν σ’ αυτόν για να τον σηκώσουν από τη γη· όμως, δεν θέλησε, ούτε έφαγε ψωμί μαζί τους.)
Β Βασ. 12:18 καὶ ἐγένετο ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ καὶ ἀπέθανε τὸ παιδάριον καὶ ἐφοβήθησαν οἱ δοῦλοι Δαυιδ ἀναγγεῖλαι αὐτῷ ὅτι τέθνηκεν τὸ παιδάριον ὅτι εἶπαν ἰδοὺ ἐν τῷ ἔτι τὸ παιδάριον ζῆν ἐλαλήσαμεν πρὸς αὐτόν καὶ οὐκ εἰσήκουσεν τῆς φωνῆς ἡμῶν καὶ πῶς εἴπωμεν πρὸς αὐτὸν ὅτι τέθνηκεν τὸ παιδάριον καὶ ποιήσει κακά (Και την έβδομη ημέρα το παιδί πέθανε. Και οι δούλοι τού Δαβίδ φοβήθηκαν να του αναγγείλουν ότι το παιδί πέθανε· επειδή, έλεγαν: Δέστε, ενώ το παιδί ζούσε ακόμα, του μιλούσαμε, και δεν εισάκουγε στη φωνή μας· πόσο, λοιπόν, θα κάνει κακό, αν του πούμε ότι το παιδί πέθανε;)
Η γενοκτονία των Αμμωνιτών από τον Δαυίδ με βασανιστικές εκτελέσεις αιχμαλώτων.
Βασ. 12:29 καὶ συνήγαγεν Δαυιδ πάντα τὸν λαὸν καὶ ἐπορεύθη εἰς Ραββαθ καὶ ἐπολέμησεν ἐν αὐτῇ καὶ κατελάβετο αὐτήν (Και ο Δαβίδ συγκέντρωσε ολόκληρο τον λαό, και πήγε στη Ραββά, και πολέμησε εναντίον της, και την κυρίευσε·)
Βασ. 12:30 καὶ ἔλαβεν τὸν στέφανον Μελχολ τοῦ βασιλέως αὐτῶν ἀπὸ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ καὶ ὁ σταθμὸς αὐτοῦ τάλαντον χρυσίου καὶ λίθου τιμίου καὶ ἦν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς Δαυιδ καὶ σκῦλα τῆς πόλεως ἐξήνεγκεν πολλὰ σφόδρα (και πήρε το στεφάνι τού βασιλιά τους από το κεφάλι του, το βάρος τού οποίου ήταν ένα τάλαντο χρυσάφι με πολύτιμες πέτρες· και τέθηκε επάνω στο κεφάλι τού Δαβίδ· και έφερε έξω υπερβολικά πολλά λάφυρα της πόλης·)
Βασ. 12:31 καὶ τὸν λαὸν τὸν ὄντα ἐν αὐτῇ ἐξήγαγεν καὶ ἔθηκεν ἐν τῷ πρίονι καὶ ἐν τοῖς τριβόλοις τοῖς σιδηροῖς καὶ διήγαγεν αὐτοὺς διὰ τοῦ πλινθείου καὶ οὕτως ἐποίησεν πάσαις ταῖς πόλεσιν υἱῶν Αμμων καὶ ἐπέστρεψεν Δαυιδ καὶ πᾶς ὁ λαὸς εἰς Ιερουσαλημ (και τον λαό που ήταν μέσα σ’ αυτή τον έβγαλε έξω, και τον έβαλε κάτω από σιδερένια πριόνια, και κάτω από σιδερένια τριβόλια, και κάτω από σιδερένιους πελέκεις, και τους πέρασε μέσα από το καμίνι των πλίνθων. Και έτσι έκανε ο Δαβίδ σε όλες τις πόλεις των γιων Αμμών. Τότε ο Δαβίδ επέστρεψε, και ολόκληρος ο λαός, στην Ιερουσαλήμ.)
Ο θεός τιμωρεί τους Ισραηλίτες με τριετή λοιμό.
Β Βασ. 21:1 καὶ ἐγένετο λιμὸς ἐν ταῖς ἡμέραις Δαυιδ τρία ἔτη ἐνιαυτὸς ἐχόμενος ἐνιαυτοῦ καὶ ἐζήτησεν Δαυιδ τὸ πρόσωπον τοῦ κυρίου καὶ εἶπεν κύριος ἐπὶ Σαουλ καὶ ἐπὶ τὸν οἶκον αὐτοῦ ἀδικία διὰ τὸ αὐτὸν θανάτῳ αἱμάτων περὶ οὗ ἐθανάτωσεν τοὺς Γαβαωνίτας (ΚΑΙ έγινε πείνα στις ημέρες τού Δαβίδ για τρία χρόνια συνεχώς• και ο Δαβίδ ρώτησε τον Κύριο. Και ο Κύριος απάντησε: Αυτό έγινε εξαιτίας τού Σαούλ, και της φονικής οικογένειάς του, επειδή θανάτωσε τους Γαβαωνίτες.)
Παραλειπομένων Α’
O θεός σκοτώνει τον Ηρ επειδή ήταν κακός
Α Παραλ. 2:3 υἱοὶ Ἰούδα· Ἤρ, Αὐνάν, Σηλώμ, τρεῖς ἐγεννήθησαν αὐτῷ ἐκ τῆς θυγατρὸς Σαύας τῆς Χανανίτιδος. καὶ ἦν Ἢρ ὁ πρωτότοκος Ἰούδα πονηρὸς ἐναντίον Κυρίου, καὶ ἀπέκτεινεν αὐτόν. (Οι γιοι τού Ιούδα ήσαν: Ο Ηρ, και ο Αυνάν, και ο Σηλά· σ’ αυτόν γεννήθηκαν τρεις από τη θυγατέρα τού Σουά, της Χαναανίτιδας. Και ο Ηρ, ο πρωτότοκος του Ιούδα, ήταν πονηρός μπροστά στον Κύριο· και τον θανάτωσε.)
Παραλειπομένων Β’
O θεός προκαλεί σφαγή των Ιουδαίων από τους Χαλδαίους
Β Παραλ. 36:16 καὶ ἦσαν μυκτηρίζοντες τοὺς ἀγγέλους αὐτοῦ καὶ ἐξουθενοῦντες τοὺς λόγους αὐτοῦ καὶ ἐμπαίζοντες ἐν τοῖς προφήταις αὐτοῦ, ἕως ἀνέβη ὁ θυμὸς Κυρίου ἐν τῷ λαῷ αὐτοῦ, ἕως οὐκ ἦν ἴαμα. (Αυτοί, όμως, χλεύαζαν τους απεσταλμένους τού Θεού, και καταφρονούσαν τα λόγια του, και κορόιδευαν τους προφήτες του, μέχρις ότου η οργή τού Κυρίου ανέβηκε εναντίον τού λαού του, ώστε θεραπεία δεν υπήρχε.)
Β Παραλ. 36:17 καὶ ἤγαγεν ἐπ᾿ αὐτοὺς βασιλέα Χαλδαίων, καὶ ἀπέκτεινε τοὺς νεανίσκους αὐτῶν ἐν ῥομφαίᾳ ἐν οἴκῳ ἁγιάσματος αὐτοῦ καὶ οὐκ ἐφείσατο τοῦ Σεδεκίου καὶ τὰς παρθένους αὐτῶν οὐκ ἠλέησε καὶ τοὺς πρεσβυτέρους αὐτῶν ἀπήγαγον· τὰ πάντα παρέδωκεν ἐν χερσίν αὐτῶν. (Γι’ αυτό, έφερε εναντίον τους τον βασιλιά των Χαλδαίων, και θανάτωσε τους νέους τους με μάχαιρα μέσα στον οίκο τού αγιαστηρίου τους, και δεν λυπήθηκε νέον ή παρθένα, γέροντα ή σκυφτόν• όλους τους παρέδωσε στο χέρι του.)
Ιωβ
Ο θεός (μαζί με τον σατανά) σκοτώνουν τα 10 παιδιά του Ιωβ και όλους τους υπηρέτες του.
Ιωβ 1:8 καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ κύριος προσέσχες τῇ διανοίᾳ σου κατὰ τοῦ παιδός μου Ιωβ ὅτι οὐκ ἔστιν κατ᾽ αὐτὸν τῶν ἐπὶ τῆς γῆς ἄνθρωπος ἄμεμπτος ἀληθινός θεοσεβής ἀπεχόμενος ἀπὸ παντὸς πονηροῦ πράγματος (Και ο Κύριος είπε στον σατανά: Έβαλες τον νου σου επάνω στον δούλο μου τον Ιώβ, ότι δεν υπάρχει όμοιός του στη γη, άνθρωπος άμεμπτος και ευθύς, ο οποίος φοβάται τον Θεό, και απέχει από κακό;)
Ιωβ 1:9 ἀπεκρίθη δὲ ὁ διάβολος καὶ εἶπεν ἐναντίον τοῦ κυρίου μὴ δωρεὰν σέβεται Ιωβ τὸν θεόν (Και ο σατανάς απάντησε στον Κύριο, και είπε: Μήπως ο Ιώβ δωρεάν φοβάται τον Θεό;)
Ιωβ 1:10 οὐ σὺ περιέφραξας τὰ ἔξω αὐτοῦ καὶ τὰ ἔσω τῆς οἰκίας αὐτοῦ καὶ τὰ ἔξω πάντων τῶν ὄντων αὐτῷ κύκλῳ τὰ ἔργα τῶν χειρῶν αὐτοῦ εὐλόγησας καὶ τὰ κτήνη αὐτοῦ πολλὰ ἐποίησας ἐπὶ τῆς γῆς (Δεν τον περιέφραξες από παντού, και το σπίτι του, και όλα όσα έχει; Τα έργα των χεριών του ευλόγησες, και τα κτήνη του πλήθυναν επάνω στη γη•)
Ιωβ 1:11 ἀλλὰ ἀπόστειλον τὴν χεῖρά σου καὶ ἅψαι πάντων ὧν ἔχει εἰ μὴν εἰς πρόσωπόν σε εὐλογήσει (όμως, άπλωσε τώρα το χέρι σου, και άγγιξε όλα όσα έχει, για να δεις αν δεν σε βλασφημήσει κατά πρόσωπο.)
Ιωβ 1:12 τότε εἶπεν ὁ κύριος τῷ διαβόλῳ ἰδοὺ πάντα ὅσα ἔστιν αὐτῷ δίδωμι ἐν τῇ χειρί σου ἀλλὰ αὐτοῦ μὴ ἅψῃ καὶ ἐξῆλθεν ὁ διάβολος παρὰ τοῦ κυρίου (Και ο Κύριος είπε στον σατανά: Δες, στο χέρι σου όλα όσα έχει• μόνον επάνω σ’ αυτόν μη βάλεις το χέρι σου. Και ο σατανάς βγήκε μπροστά από τον Κύριο.)
Ιωβ 1:13 καὶ ἦν ὡς ἡ ἡμέρα αὕτη οἱ υἱοὶ Ιωβ καὶ αἱ θυγατέρες αὐτοῦ ἔπινον οἶνον ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτῶν τοῦ πρεσβυτέρου (Και κάποια ημέρα οι γιοι του και οι θυγατέρες του έτρωγαν και έπιναν κρασί, στο σπίτι τού πρωτότοκου αδελφού τους.)
Ιωβ 1:14 καὶ ἰδοὺ ἄγγελος ἦλθεν πρὸς Ιωβ καὶ εἶπεν αὐτῷ τὰ ζεύγη τῶν βοῶν ἠροτρία καὶ αἱ θήλειαι ὄνοι ἐβόσκοντο ἐχόμεναι αὐτῶν (Και ένας μηνυτής ήρθε στον Ιώβ, και είπε: Τα βόδια αροτρίαζαν, και τα γαϊδούρια έβοσκαν κοντά τους•)
Ιωβ 1:15 καὶ ἐλθόντες οἱ αἰχμαλωτεύοντες ᾐχμαλώτευσαν αὐτὰς καὶ τοὺς παῖδας ἀπέκτειναν ἐν μαχαίραις σωθεὶς δὲ ἐγὼ μόνος ἦλθον τοῦ ἀπαγγεῖλαί σοι (και έπεσαν επάνω τους οι Σαβαίοι και τα άρπαξαν• και τους δούλους τούς πάταξαν με μάχαιρα• και μόνος εγώ διασώθηκα για να σου το αναγγείλω.)
Ιωβ 1:16 ἔτι τούτου λαλοῦντος ἦλθεν ἕτερος ἄγγελος καὶ εἶπεν πρὸς Ιωβ πῦρ ἔπεσεν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καὶ κατέκαυσεν τὰ πρόβατα καὶ τοὺς ποιμένας κατέφαγεν ὁμοίως καὶ σωθεὶς ἐγὼ μόνος ἦλθον τοῦ ἀπαγγεῖλαί σοι (Ενώ αυτός ακόμα μιλούσε, ήρθε κι ένας άλλος, και είπε: Φωτιά έπεσε από τον ουρανό, και έκαψε τα πρόβατα και τους δούλους, και τους κατέφαγε• και μόνος εγώ διασώθηκα για να σου το αναγγείλω.)
Ιωβ 1:17 ἔτι τούτου λαλοῦντος ἦλθεν ἕτερος ἄγγελος καὶ εἶπεν πρὸς Ιωβ οἱ ἱππεῖς ἐποίησαν ἡμῖν κεφαλὰς τρεῖς καὶ ἐκύκλωσαν τὰς καμήλους καὶ ᾐχμαλώτευσαν αὐτὰς καὶ τοὺς παῖδας ἀπέκτειναν ἐν μαχαίραις ἐσώθην δὲ ἐγὼ μόνος καὶ ἦλθον τοῦ ἀπαγγεῖλαί σοι (Ενώ αυτός ακόμα μιλούσε, ήρθε κι άλλος ένας, και είπε: Οι Χαλδαίοι έκαναν τρεις λόχους, και εφόρμησαν στις καμήλες, και τις άρπαξαν• και τους δούλους τούς πάταξαν με μάχαιρα• και μόνος εγώ διασώθηκα για να σου το αναγγείλω.)
Ιωβ 1:18 ἔτι τούτου λαλοῦντος ἄλλος ἄγγελος ἔρχεται λέγων τῷ Ιωβ τῶν υἱῶν σου καὶ τῶν θυγατέρων σου ἐσθιόντων καὶ πινόντων παρὰ τῷ ἀδελφῷ αὐτῶν τῷ πρεσβυτέρῳ (Ενώ αυτός ακόμα μιλούσε, ήρθε κι ένας άλλος, και είπε: Οι γιοι σου και οι θυγατέρες σου έτρωγαν και έπιναν κρασί στο σπίτι τού πρωτότοκου αδελφού τους•)
Ιωβ 1:19 ἐξαίφνης πνεῦμα μέγα ἐπῆλθεν ἐκ τῆς ἐρήμου καὶ ἥψατο τῶν τεσσάρων γωνιῶν τῆς οἰκίας καὶ ἔπεσεν ἡ οἰκία ἐπὶ τὰ παιδία σου καὶ ἐτελεύτησαν ἐσώθην δὲ ἐγὼ μόνος καὶ ἦλθον τοῦ ἀπαγγεῖλαί σοι (και ξάφνου, ήρθε ένας μεγάλος άνεμος από την πέρα πλευρά τής ερήμου, και χτύπησε τις τέσσερις γωνίες τού σπιτιού, και έπεσε επάνω στα παιδιά, και πέθαναν• και μόνος εγώ διασώθηκα για να σου το αναγγείλω.)
Εσθήρ
Ο Βασιλιάς της Περσίας διοργανώνει καλλιστεία για να διαλέξει καινούργια γυναίκα.
Εσθ. 2:3 καὶ καταστήσει ὁ βασιλεὺς κωμάρχας ἐν πάσαις ταῖς χώραις τῆς βασιλείας αὐτοῦ, καὶ ἐπιλεξάτωσαν κοράσια παρθενικὰ καλὰ τῷ εἴδει εἰς Σοῦσαν τὴν πόλιν εἰς τὸν γυναικῶνα· καὶ παραδοθήτωσαν τῷ εὐνούχῳ τοῦ βασιλέως τῷ φύλακι τῶν γυναικῶν, καὶ δοθήτω σμῆγμα καὶ ἡ λοιπὴ ἐπιμέλεια· (και ας διορίσει ο βασιλιάς εφόρους σε όλες τις επαρχίες τού βασιλείου του, και να συνάξουν στα Σούσα, στη βασιλική πόλη, όλες τις νέες παρθένους, τις ωραίες στην όψη, στον γυναικώνα, κάτω από την επιτήρηση του Ηγαϊ, του ευνούχου τού βασιλιά, του φύλακα των γυναικών· και ας δοθούν σ’ αυτές τα αναγκαία για τον καθαρισμό τους·)
Εσθ. 2:4 καὶ ἡ γυνή, ἣ ἂν ἀρέσῃ τῷ βασιλεῖ, βασιλεύσει ἀντὶ Ἀστίν. καὶ ἤρεσε τῷ βασιλεῖ τὸ πρᾶγμα, καὶ ἐποίησεν οὕτως. (και η νέα που θα αρέσει στον βασιλιά, ας γίνει βασίλισσα αντί τής Αστίν. Και το πράγμα άρεσε στον βασιλιά, και έκανε έτσι.)
Ωσηέ
Ο Θεός προστάζει τον Ωσηέ να παντρευτεί μια πόρνη.
Ωσ. 1:2 Ἀρχὴ λόγου Κυρίου εἰς Ὡσηέ. καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Ὡσηέ· βάδιζε, λαβὲ σεαυτῷ γυναῖκα πορνείας καὶ τέκνα πορνείας, διότι ἐκπορνεύουσα ἐκπορνεύσει ἡ γῆ ἀπὸ ὄπισθεν τοῦ Κυρίου. (Η αρχή τού λόγου τού Κυρίου διαμέσου τού Ωσηέ. Και ο Κύριος είπε στον Ωσηέ: Πήγαινε, πάρε για τον εαυτό σου μια γυναίκα πορνείας, και παιδιά πορνείας· επειδή, η γη καταπόρνευσε, και ξέκλινε από το να ακολουθεί τον Κύριο.)
Ωσ. 1:3 καὶ ἐπορεύθη καί ἔλαβε τὴν Γόμερ θυγατέρα Δεβηλαΐμ, καὶ συνέλαβε καὶ ἔτεκεν αὐτῷ υἱόν. (Και πήγε και πήρε τη Γόμερ, τη θυγατέρα τού Δεβηλαϊμ· και συνέλαβε, και γέννησε σ’ αυτόν έναν γιο.)
Kατά Mατθαίο
Ο Ιησούς εξαπολύει φοβέρες για τα σπίτια και τις πόλεις των άπιστων.
Ματθ 10:12 εἰσερχόμενοι δὲ εἰς τὴν οἰκίαν ἀσπάσασθε αὐτήν· (Και μπαίνοντας μέσα στο σπίτι, χαιρετήστε το.)
Ματθ 10:13 καὶ ἐὰν μὲν ᾖ ἡ οἰκία ἀξία, ἐλθάτω ἡ εἰρήνη ὑμῶν ἐπ᾽ αὐτήν· ἐὰν δὲ μὴ ᾖ ἀξία, ἡ εἰρήνη ὑμῶν πρὸς ὑμᾶς ἐπιστραφήτω. (Και αν μεν το σπίτι είναι άξιο, η ειρήνη σας ας έρθει επάνω του· αλλά, αν δεν είναι άξιο, η ειρήνη σας ας επιστρέψει σε σας.)
Ματθ 10:14 καὶ ὃς ἂν μὴ δέξηται ὑμᾶς μηδὲ ἀκούσῃ τοὺς λόγους ὑμῶν, ἐξερχόμενοι ἔξω τῆς οἰκίας ἢ τῆς πόλεως ἐκείνης ἐκτινάξατε τὸν κονιορτὸν τῶν ποδῶν ὑμῶν. (Και όποιος δεν σας δεχθεί ούτε ακούσει τα λόγια σας, βγαίνοντας έξω από το σπίτι ή από την πόλη εκείνη, ξετινάξτε τη σκόνη από τα πόδια σας.)
Ματθ 10:15 ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀνεκτότερον ἔσται γῇ σοδόμων καὶ γομόρρων ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως ἢ τῇ πόλει ἐκείνῃ. (Σας διαβεβαιώνω: Ελαφρότερη θα είναι η τιμωρία κατά την ημέρα τής κρίσης στη γη των Σοδόμων και των Γομόρρων, παρά σ’ εκείνη την πόλη.)
Ο Ιησούς δηλώνει ότι μόνο οι δικοί του θα πάνε στον παράδεισο.
Mατθ 10:33 ὅστις δ᾽ ἂν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι κἀγὼ αὐτὸν ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν [τοῖς] οὐρανοῖς. (Όποιος, όμως, με αρνηθεί μπροστά στους ανθρώπους, θα τον αρνηθώ και εγώ μπροστά στον Πατέρα μου που είναι στους ουρανούς.)
Ο Ιησούς εξηγεί ότι ήλθε για να διχάσει, όχι για να φέρει ειρήνη.
Mατθ 10:34 μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἐπὶ τὴν γῆν· οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἀλλὰ μάχαιραν. (Μη νομίσετε ότι ήρθα να βάλω ειρήνη επάνω στη γη· δεν ήρθα να βάλω ειρήνη, αλλά μάχαιρα.)
Mατθ 10:35 ἦλθον γὰρ διχάσαι ἄνθρωπον κατὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ θυγατέρα κατὰ τῆς μητρὸς αὐτῆς καὶ νύμφην κατὰ τῆς πενθερᾶς αὐτῆς, (Επειδή, ήρθα να διαχωρίσω άνθρωπο ενάντια στον πατέρα του, και θυγατέρα ενάντια στη μητέρα της, και νύφη ενάντια στην πεθερά της.)
Mατθ 10:36 καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ. Και εχθροί τού ανθρώπου θα είναι οι άνθρωποι του σπιτιού του.
Ο Ιησούς εξαπολύει κι άλλες μαζικής κλίμακας φοβέρες προς τις πόλεις των άπιστων.
Ματθ 11:20 τότε ἤρξατο ὀνειδίζειν τὰς πόλεις ἐν αἷς ἐγένοντο αἱ πλεῖσται δυνάμεις αὐτοῦ, ὅτι οὐ μετενόησαν· (Τότε, ο Ιησούς άρχισε να επιπλήττει τις πόλεις, στις οποίες έγιναν τα περισσότερα θαύματά του, επειδή δεν μετανόησαν:)
Ματθ 11:21 οὐαί σοι, χοραζίν· οὐαί σοι, βηθσαϊδά· ὅτι εἰ ἐν τύρῳ καὶ σιδῶνι ἐγένοντο αἱ δυνάμεις αἱ γενόμεναι ἐν ὑμῖν, πάλαι ἂν ἐν σάκκῳ καὶ σποδῶ μετενόησαν. (Αλλοίμονο σε σένα, Χοραζίν, αλλοίμονο σε σένα, Βηθσαϊδάν, επειδή, αν τα θαύματα που έγιναν ανάμεσά σας, γίνονταν στην Τύρο και στη Σιδώνα, θα μετανοούσαν πριν από πολύ καιρό με σάκο και στάχτη.)
Ματθ 11:22 πλὴν λέγω ὑμῖν, τύρῳ καὶ σιδῶνι ἀνεκτότερον ἔσται ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως ἢ ὑμῖν. (Όμως, σας λέω, στην Τύρο και στη Σιδώνα η τιμωρία κατά την ημέρα τής κρίσης θα είναι ελαφρότερη, παρά σε σας.)
Ματθ 11:23 καὶ σύ, καφαρναούμ, μὴ ἕως οὐρανοῦ ὑψωθήσῃ; ἕως ᾅδου καταβήσῃ. ὅτι εἰ ἐν σοδόμοις ἐγενήθησαν αἱ δυνάμεις αἱ γενόμεναι ἐν σοί, ἔμεινεν ἂν μέχρι τῆς σήμερον. (Κι εσύ, Καπερναούμ, που υψώθηκες μέχρι τον ουρανό, θα σε κατεβάσουν μέχρι τον άδη· επειδή, αν τα θαύματα που έγιναν ανάμεσά σου γίνονταν στα Σόδομα, θα έμεναν μέχρι σήμερα.)
Ο Ιησούς εξηγεί ότι η συγχώρεση των αμαρτιών δεν είναι για όλους.
Mατθ 12:31 διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν, πᾶσα ἁμαρτία καὶ βλασφημία ἀφεθήσεται τοῖς ἀνθρώποις, ἡ δὲ τοῦ πνεύματος βλασφημία οὐκ ἀφεθήσεται. (Γι’ αυτό, σας λέω: Κάθε αμαρτία και βλασφημία θα συγχωρεθεί στους ανθρώπους· η βλασφημία, όμως, ενάντια στο Πνεύμα, δεν θα συγχωρεθεί στους ανθρώπους.)
Mατθ 12:32 καὶ ὃς ἐὰν εἴπῃ λόγον κατὰ τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ἀφεθήσεται αὐτῶ· ὃς δ᾽ ἂν εἴπῃ κατὰ τοῦ πνεύματος τοῦ ἁγίου, οὐκ ἀφεθήσεται αὐτῶ οὔτε ἐν τούτῳ τῶ αἰῶνι οὔτε ἐν τῶ μέλλοντι. (Και όποιος πει έναν λόγο ενάντια στον Υιό τού ανθρώπου, θα του συγχωρεθεί· όποιος, όμως, πει ενάντια στο Πνεύμα το Άγιο, δεν θα του συγχωρεθεί, ούτε σε τούτον τον αιώνα ούτε στον μέλλοντα.)
Ο Ιησούς φοβερίζει τους άπιστους με τιμωρία στην κόλαση.
Mατθ 13:41 ἀποστελεῖ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου τοὺς ἀγγέλους αὐτοῦ, καὶ συλλέξουσιν ἐκ τῆς βασιλείας αὐτοῦ πάντα τὰ σκάνδαλα καὶ τοὺς ποιοῦντας τὴν ἀνομίαν, (ο Υιός τού ανθρώπου θα στείλει τούς αγγέλους του, και θα μαζέψουν από τη βασιλεία του όλα τα σκάνδαλα, και εκείνους που πράττουν την ανομία·)
Mατθ 13:42 καὶ βαλοῦσιν αὐτοὺς εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρός· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων. (και θα τους ρίξουν στο καμίνι τής φωτιάς· εκεί θα είναι το κλάμα και το τρίξιμο των δοντιών.)
Ο Ιησούς επαναλαμβάνει τα περί κολάσεως.
Mατθ 13:49 οὕτως ἔσται ἐν τῇ συντελείᾳ τοῦ αἰῶνος· ἐξελεύσονται οἱ ἄγγελοι καὶ ἀφοριοῦσιν τοὺς πονηροὺς ἐκ μέσου τῶν δικαίων (Έτσι θα είναι κατά τη συντέλεια του αιώνα· θα βγουν οι άγγελοι, και θα αποχωρίσουν τους πονηρούς από μέσα από τους δικαίους,)
Mατθ 13:50 καὶ βαλοῦσιν αὐτοὺς εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρός· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων. (και θα τους ρίξουν στο καμίνι τής φωτιάς· εκεί θα είναι το κλάμα και το τρίξιμο των δοντιών.)
Οι Ιησούς & Σία κάνουν επίδειξη μισαλλοδοξίας εις βάρος γυναίκας και άρρωστης κόρης της.
Mατθ 15:21 καὶ ἐξελθὼν ἐκεῖθεν ὁ ἰησοῦς ἀνεχώρησεν εἰς τὰ μέρη τύρου καὶ σιδῶνος. (Και ο Ιησούς, βγαίνοντας έξω από εκεί, αναχώρησε προς τα μέρη τής Τύρου και της Σιδώνας.)
Mατθ 15:22 καὶ ἰδοὺ γυνὴ χαναναία ἀπὸ τῶν ὁρίων ἐκείνων ἐξελθοῦσα ἔκραζεν λέγουσα, ἐλέησόν με, κύριε, υἱὸς δαυίδ· ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται. (Και ξάφνου, μια γυναίκα Χαναναία, που βγήκε από εκείνα τα όρια του τόπου, κραύγασε σ’ αυτόν, λέγοντας: Ελέησέ με, Κύριε, γιε τού Δαβίδ· η θυγατέρα μου δαιμονίζεται σκληρά.)
Mατθ 15:23 ὁ δὲ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῇ λόγον. καὶ προσελθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἠρώτουν αὐτὸν λέγοντες, ἀπόλυσον αὐτήν, ὅτι κράζει ὄπισθεν ἡμῶν. (Κι εκείνος δεν της αποκρίθηκε ούτε έναν λόγο. Και οι μαθητές του ερχόμενοι κοντά τον παρακαλούσαν, λέγοντας: Απόλυσέ την, επειδή κράζει πίσω μας.)
Mατθ 15:24 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν, οὐκ ἀπεστάλην εἰ μὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου ἰσραήλ. (Και εκείνος αποκρινόμενος είπε: Δεν στάλθηκα παρά μονάχα στα χαμένα πρόβατα του οίκου Ισραήλ.)
Mατθ 15:25 ἡ δὲ ἐλθοῦσα προσεκύνει αὐτῶ λέγουσα, κύριε, βοήθει μοι. (Και εκείνη, καθώς ήρθε, τον προσκυνούσε, λέγοντας: Κύριε, βοήθα με.)
Mατθ 15:26 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν, οὐκ ἔστιν καλὸν λαβεῖν τὸν ἄρτον τῶν τέκνων καὶ βαλεῖν τοῖς κυναρίοις. (Και αποκρινόμενος είπε: Δεν είναι καλό να πάρει κάποιος το ψωμί των παιδιών, και να το ρίξει στα σκυλάκια.)
Ο Ιησούς παίρνει εκδίκηση από… συκιά επειδή δεν είχε σύκα.
Mατθ 21:18 πρωῒ δὲ ἐπανάγων εἰς τὴν πόλιν ἐπείνασεν. (Και όταν το πρωί γύριζε στην πόλη, πείνασε·)
Mατθ 21:19 καὶ ἰδὼν συκῆν μίαν ἐπὶ τῆς ὁδοῦ ἦλθεν ἐπ᾽ αὐτήν, καὶ οὐδὲν εὖρεν ἐν αὐτῇ εἰ μὴ φύλλα μόνον, καὶ λέγει αὐτῇ, μηκέτι ἐκ σοῦ καρπὸς γένηται εἰς τὸν αἰῶνα. καὶ ἐξηράνθη παραχρῆμα ἡ συκῆ. (και βλέποντας μια συκιά επάνω στον δρόμο, ήρθε κοντά της, και δεν βρήκε τίποτε επάνω της, παρά μονάχα φύλλα· και της λέει: Να μη γίνει πλέον καρπός από σένα στον αιώνα. Κι αμέσως η συκιά ξεράθηκε.)
(Βλέπε και Mάρκο 11:12-26)
Ο Ιησούς υπόσχεται στους μαθητές του υπερφυσικές εκδικητικές ικανότητες μέσω της προσευχής.
Mατθ 21:20 καὶ ἰδόντες οἱ μαθηταὶ ἐθαύμασαν λέγοντες, πῶς παραχρῆμα ἐξηράνθη ἡ συκῆ; (Και οι μαθητές βλέποντας θαύμασαν, λέγοντας: Πώς ξεράθηκε αμέσως η συκιά!)
Mατθ 21:21 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς, ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν ἔχητε πίστιν καὶ μὴ διακριθῆτε, οὐ μόνον τὸ τῆς συκῆς ποιήσετε, ἀλλὰ κἂν τῶ ὄρει τούτῳ εἴπητε, ἄρθητι καὶ βλήθητι εἰς τὴν θάλασσαν, γενήσεται· (Και απαντώντας ο Ιησούς, τους είπε: Σας διαβεβαιώνω, αν έχετε πίστη, και δεν διστάσετε, όχι μονάχα αυτό της συκιάς θα κάνετε, αλλά και σ’ αυτό το βουνό αν πείτε: Σήκω και πέσε στη θάλασσα, θα γίνει.)
Mατθ 21:22 καὶ πάντα ὅσα ἂν αἰτήσητε ἐν τῇ προσευχῇ πιστεύοντες λήμψεσθε. (Και όλα όσα ζητήσετε στην προσευχή, έχοντας πίστη, θα τα πάρετε.)
Ο Ιησούς μας δίνει μια ακόμα ιδέα για την κόλαση.
Mατθ 25:41 τότε ἐρεῖ καὶ τοῖς ἐξ εὐωνύμων, πορεύεσθε ἀπ᾽ ἐμοῦ [οἱ] κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῶ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ· (Τότε, θα πει και σ’ εκείνους που θα είναι από τα αριστερά: Πηγαίνετε από μένα, οι καταραμένοι, στην αιώνια φωτιά, που είναι ετοιμασμένη για τον διάβολο και για τους αγγέλους του.)
Ο Ιησούς προσδιορίζει τη διάρκεια του μαρτυρίου στην κόλαση. (Και στον παράδεισο.)
Ματ8 25:46 καὶ ἀπελεύσονται οὖτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιον. (Και θα αποχωρήσουν, αυτοί μεν σε αιώνια κόλαση· ενώ οι δίκαιοι σε αιώνια ζωή.)
Kατά Mάρκο
Ο Ιησούς δηλώνει ότι μιλάει με γρίφους ακριβώς για να μην τύχει και καταλάβει κανείς.
Μαρκ 4:10 καὶ ὅτε ἐγένετο κατὰ μόνας, ἠρώτων αὐτὸν οἱ περὶ αὐτὸν σὺν τοῖς δώδεκα τὰς παραβολάς. (Και όταν έμεινε μόνος, τον ρώτησαν εκείνοι που ήσαν γύρω του, μαζί με τους δώδεκα, για την παραβολή.)
Μαρκ 4:11 καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς, ὑμῖν τὸ μυστήριον δέδοται τῆς βασιλείας τοῦ θεοῦ· ἐκείνοις δὲ τοῖς ἔξω ἐν παραβολαῖς τὰ πάντα γίνεται, (Και τους έλεγε: Σε σας δόθηκε να γνωρίσετε το μυστήριο της βασιλείας τού Θεού· σ’ εκείνους, όμως, τους έξω τα πάντα γίνονται με παραβολές·)
Μαρκ 4:12 ἵνα βλέποντες βλέπωσιν καὶ μὴ ἴδωσιν, καὶ ἀκούοντες ἀκούωσιν καὶ μὴ συνιῶσιν, μήποτε ἐπιστρέψωσιν καὶ ἀφεθῇ αὐτοῖς. (για να βλέπουν, βλέποντας, και να μη δουν· και να ακούν, ακούγοντας, και να μη καταλάβουν· μήπως και επιστρέψουν, και τους συγχωρηθούν τα αμαρτήματα.)
Kατά Λουκά
Ο Ιησούς διασαφηνίζει τα περί ειρήνης και αγάπης (ξανά)
Λουκ 12:49-53 Πυρ ήλθον βαλείν επί την γην, και τι θέλω ει ήδη ανήφθη! … δοκείτε ότι ειρήνην παρεγενόμην δούναι εν τη γη; ουχί, λέγω υμίν, αλλ’ ή διαμερισμόν. … διαμερισθήσονται πατήρ επί υιώ και υιός επί πατρί, μήτηρ επί θυγατρί και θυγάτηρ επί μητρί, πενθεράν επί την νύμφην αυτής και νύμφη επί την πενθεράν αυτής.
Ο Ιησούς εξηγεί ότι δεν υπάρχει χώρος για όλους:
Λουκ 13:24-27 Aγωνίζεσθε εισελθείν διά της στενής πύλης• ότι πολλοί … ζητήσουσιν εισελθείν και ουκ ισχύσουσιν … αφ’ ου αν εγερθή ο οικοδεσπότης και αποκλείση την θύραν … ερεί• λέγω υμίν, ουκ οίδα υμάς πόθεν εστέ• απόστητε απ’ εμού πάντες οι εργάται της αδικίας.
Ο Ιησούς περιγράφει τις χριστιανικές οικογενειακές αξίες.
Λουκ. 14:26 «εἴ τις ἔρχεται πρός με καὶ οὐ μισεῖ τὸν πατέρα ἑαυτοῦ καὶ τὴν μητέρα καὶ τὴν γυναῖκα καὶ τὰ τέκνα καὶ τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τὰς ἀδελφάς, ἔτι δὲ καὶ τὴν ἑαυτοῦ ψυχήν, οὐ δύναταί μου μαθητὴς εἶναι.» (Αν κάποιος έρχεται σε μένα, και δεν μισεί τον πατέρα του, και τη μητέρα, και τη γυναίκα, και τα παιδιά, και τους αδελφούς, και τις αδελφές, ακόμα μάλιστα και τη δική του ζωή, δεν μπορεί να είναι μαθητής μου.)
Ο Ιησούς εξηγεί τις προθέσεις του για τους εχθρούς του
Λουκ 19:27 Πλην τους εχθρούς μου εκείνους, τους μη θελήσαντάς με βασιλεύσαι επ’ αυτούς, αγάγετε ώδε και κατασφάξατε αυτούς έμπροσθέν μου.
Ο Ιησούς συγχωρεί εκείνον, αλλά μόνο εκείνον, που τον πιστεύει:
Λουκ 23:43 Kαι είπεν αυτώ ο Iησούς• αμήν λέγω σοι, σήμερον μετ’ εμού έση εν τω παραδείσω.
Kατά Iωάννη
Ο Ιησούς υπόσχεται εκδίκηση
Ιωαν 3:36 O πιστεύων εις τον υιόν έχει ζωήν αιώνιον• ο δε απειθών τω υιώ ουκ όψεται ζωήν, αλλ’ η οργή του Θεού μένει επ’ αυτόν.
Ο Ιησούς απειλεί τους άπιστους με κάψιμο στη φωτιά
Ιωαν 15:6 Eάν μη τις μείνει εν εμοί, εβλήθη έξω ως το κλήμα και εξηράνθη, και συνάγουσιν αυτά και εις το πυρ βάλλουσι, και καίεται.
Ο Ιησούς εξηγεί ότι η διδασκαλία του είναι για τους μαθητές του και για κανέναν άλλο.
Ιωαν 17:6 Eφανέρωσά σου το όνομα τοις ανθρώποις ους δέδωκάς μοι εκ του κόσμου•
Ο Ιησούς εξηγεί ότι η διδασκαλία του είναι για τους μαθητές του και για κανέναν άλλο.
Ιωαν 17:9: Eγώ περί αυτών ερωτώ• ού περί του κόσμου ερωτώ, αλλά περί ων δέδωκάς μοι, ότι σοί εισι.
Προς Κορινθίους Α’
Ο Παύλος διδάσκει την αγαμία.
Α Κορ. 7:32 θέλω δὲ ὑμᾶς ἀμερίμνους εἶναι. ὁ ἄγαμος μεριμνᾷ τὰ τοῦ Κυρίου, πῶς ἀρέσει τῷ Κυρίῳ· (Θέλω, μάλιστα, να είστε αμέριμνοι· ο άγαμος μεριμνάει γι’ αυτά που είναι τού Κυρίου, πώς να αρέσει στον Κύριο·)
Α Κορ. 7:33 ὁ δὲ γαμήσας μεριμνᾷ τὰ τοῦ κόσμου, πῶς ἀρέσει τῇ γυναικί. (ενώ αυτός που έχει έρθει σε γάμο μεριμνάει γι’ αυτά που είναι τού κόσμου, πώς να αρέσει στη γυναίκα.)
Α Κορ. 7:34 μεμέρισται καὶ ἡ γυνὴ καὶ ἡ παρθένος. ἡ ἄγαμος μεριμνᾷ τὰ τοῦ Κυρίου, ἵνα ᾖ ἁγία καὶ σώματι καὶ πνεύματι· ἡ δὲ γαμήσασα μεριμνᾷ τὰ τοῦ κόσμου, πῶς ἀρέσει τῷ ἀνδρί. (Διαφέρει η γυναίκα και η παρθένα· η άγαμη μεριμνάει γι’ αυτά που είναι τού Κυρίου, για να είναι αγία, και στο σώμα και στο πνεύμα· ενώ, αυτή που ήρθε σε γάμο, μεριμνάει γι’ αυτά που είναι τού κόσμου, πώς να αρέσει στον άνδρα.)
Α Κορ. 7:35 τοῦτο δὲ πρὸς τὸ ὑμῶν αὐτῶν συμφέρον λέγω, οὐχ ἵνα βρόχον ὑμῖν ἐπιβάλω, ἀλλὰ πρὸς τὸ εὔσχημον καὶ εὐπάρεδρον τῷ Κυρίῳ ἀπερισπάστως. (Και το λέω αυτό για το δικό σας συμφέρον· όχι για να βάλω σε σας παγίδα, αλλά για το σεμνοπρεπές, και για να είστε προσκολλημένοι στον Κύριο, χωρίς περισπασμούς.)
Β’ προς Θεσσαλονικείς
Ο Παύλος εξηγεί ότι στην κόλαση θα πάνε ακόμα και όσοι έχουν διαπράξει το έγκλημα της απιστίας:
B’ Θεσ 1:7-9 Eν τη αποκαλύψει του Kυρίου Iησού … εν πυρί φλογός, διδόντος εκδίκησιν τοις μη ειδόσι Θεόν και τοις μη υπακούουσι τω ευαγγελίω του Kυρίου ημών Iησού Xριστού, οίτινες δίκην τίσουσιν όλεθρον αιώνιον…
Προς Εβραίους
Ο Παύλος δίνει ρεσιτάλ εκδικητικότητας και μισαλλοδοξίας:
Eβρ 10:27-31: Φοβερά δε τις εκδοχή κρίσεως και πυρός ζήλος εσθίειν μέλλοντος τους υπεναντίους. αθετήσας τις νόμον Mωυσέως … αποθνήσκει• πόσω δοκείτε χείρονος αξιωθήσεται τιμωρίας ο τον υιόν του Θεού καταπατήσας … και το Πνεύμα της χάριτος ενυβρίσας; εμοί εκδίκησις, εγώ ανταποδώσω, λέγει Kύριος• … φοβερόν το εμπεσείν εις χείρας Θεού ζώντος.
Αποκάλυψη
Το θεϊκό πολίτευμα περιγράφεται ως λίαν φασιστικό.
Αποκ 2:26-7 Και ο νικών και ο τηρών άχρι τέλους τα έργα μου, δώσω αυτώ εξουσίαν επί των εθνών, και ποιμανεί αυτούς εν ράβδω σιδηρά, ως τα σκεύη τα κεραμικά συντριβήσεται.
Ο Ιησούς εξηγεί ποιοι θα πάνε στην κόλαση.
Aποκ 21:8 Tοις δε δειλοίς και απίστοις και εβδελυγμένοις και φονεύσι και πόρνοις και φαρμακείς και ειδωλολάτρας και πάσι τοις ψευδέσι το μέρος αυτών εν τη λίμνη τη καιομένη εν πυρί και θείω, ό εστιν ο θάνατος ο δεύτερος.
CreateText
ElText |
---|
Και δυνάμωναν τα νερά, και πληθύνονταν υπερβολικά επάνω στη γη· και η κιβωτός φερόταν επάνω στην επιφάνεια των νερών. |
Και τα νερά υπερδυνάμωναν σε υπερβολικό βαθμό επάνω στη γη· και σκεπάστηκαν όλα τα ψηλά βουνά, που είναι κάτω από ολόκληρο τον ουρανό. |
15 πήχες πιο ψηλά υψώθηκαν τα νερά, και σκεπάστηκαν τα βουνά. |
Και πέθανε κάθε κινούμενη σάρκα επάνω στη γη, από τα πουλιά, και από τα κτήνη, και από τα ζώα, και από όλα τα ερπετά που σέρνονται επάνω στη γη, και κάθε άνθρωπος. |
Από όλα τα όντα επάνω στην ξηρά, όλα όσα είχαν πνοή ζωής στους μυκτήρες τους, πέθαναν. |
Σχολιάστε