Για τη λέξη «μπράβος» το λεξικό του Τριανταφυλλίδη λέει τα εξής:
μπράβος ο [brávos] O18 : (μειωτ.) ο σωματοφύλακας: Kομματάρχης που συνοδεύεται από τους μπράβους του. || (επέκτ.): Oι μπράβοι του κόμματος· (πρβ. τραμπούκος). [ιταλ. bravo `μισθοφόρος, σωματοφύλακας΄ (από τη σημ.: `γενναίος, άγριος΄) -ς]
Το λεξικό Τεγόπουλου-Φυτράκη όμως την τραβάει την ετυμολογία ακόμα πιό μακριά: